του Μανόλη Γαλενιανού*
Η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση σήμερα για τη χώρα μας είναι η έξοδος από τη διπλή κρίση της χρεοκοπίας και της πανδημίας. Η πρόκληση αυ τή πρέπει να καθορίσει και την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής των επόμενων Χρόνων.
Καθώς η διπλή κρίση έχει αφήσει υψηλή ανεργία, πολλά λουκέτα και ελλιπή χρησιμοποίηση του κεφαλαιακού εξοπλισμού της χώρας, μια πολιτική αναθέρμανσης της ζήτησης μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών (η οποία μπορεί, πλέον, να χρηματοδοτηθεί από τα ευρωπαϊκά κονδύλια) μοιάζει ως η προφανής λύση. Τέτοιου είδους «κεϊν σιανές» πολιτικές αποτελούν σταθερό εργαλείο της οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως και εφαρμόζονται με επιτυχία τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα, όμως, με το Σχέδιο Ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη, ακόμα και μια επιτυχημένη εφαρμογή κεϊνσιανής πολιτικής δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, ακόμα και αν την επόμενη δεκαετία η ανεργία υποχωρήσει στα επίπεδα προ κρίσης, ο υπάρχων κεφαλαιακός εξοπλισμός χρησιμοποιηθεί πλήρως και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί παράλληλα με τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς (το οποίο δεν έχει συμβεί μετά το 2002), το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα φτάσει μόλις το 68% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οριακά υψηλότερο από το σημερινό 67%.
Η αιτία για αυτές τις απαισιόδοξες προβλέψεις είναι ότι οι πολιτικές αυτές τείνουν να διαιωνίζουν το υπάρχον οικονομικό μοντέλο της χώρας όπου εφαρμόζονται. Οι σημαντικές αδυναμίες του ελληνικού μοντέλου, όμως, θέτουν Χαμηλή οροφή στις δυνατότητες των πολιτικών αυτών να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα και επιβάλλουν μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση για την οικονομική πολιτική, η οποία να έχει ως κεντρικό στόχο τη ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά την αγορά εργασίας. Η μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 8,5%, όπου βρισκόταν το 2007, μέσω κεϊνσιανών πολιτικών θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων μόλις κατά 2%, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, και δεν θα συνεισφέρει ουσιαστικά στο κλείσιμο της ψαλίδας με την ΕΕ. Υπάρχουν, όμως, μεγάλες δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού οι οποίες δεν αξιοποιούνται: μεγάλα ποσοστά των νέων, των γυναικών και των άνω των 55, αλλά εργάσιμης ηλικίας, παραμένουν οικονομικά ανενεργοί (δεν εργάζονται, ούτε αναζητούν εργασία) εξαιτίας των πολλών φορολογικών και γραφειοκρατικών αντικινήτρων στην εργασία, της ελλιπούς στήριξης των οικογενειών με μικρά παιδιά και της συχνής (και, συνήθως, εξαιρετικά άδικης) πρόωρης συνταξιοδότησης προνομιούχων ομάδων. Μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την αξιοποίηση αυτού του δυναμικού θα δημιουργήσει μεγάλα οικονομικά αλλά και κοινωνικά οφέλη και θα ανατρέψει τις επιπτώσεις των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων. Απαιτεί όμως τη ρήξη με τις πρακτικές του παρελθόντος. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε πολλές άλλες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η σύνδεση έρευνας και παραγωγής, η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και η κινητροδότηση των επενδύσεων, πτυχές οι οποίες αναλύονται διεξοδικά στο πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Σήμερα βρισκόμαστε σε σταυροδρόμι. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μας δίνει ένα σημαντικό εργαλείο για να βγούμε από τη διπλή κρίση. Πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε με τόλμη για να αποφύγουμε τις οκνηρές επιλογές του παρελθόντος.
*καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μέλος της Επιτροπής Πισσαρίδη