του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πριν από μία πενταετία η κυπριακή οικονομία ήταν υγιέστατη και τα βασικά μεγέθη της ανταποκρίνονταν πλήρως στις απαιτήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ). Συγκεκριμένα, το 2007, δηλαδή το έτος πριν την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, ήταν μία πολύ καλή περίοδος.
Επρόκειτο για μία χρονιά με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και αξιόλογους μακροοικονομικούς δείκτες, με μοναδική εξαίρεση το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Υπήρχε δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1,5%, δημόσιο χρέος κάτω του 60% (εξαιρουμένου του ενδοκυβερνητικού), πληθωρισμός 2,2%, ανεργία μόλις 3,9% και κατά κεφαλήν εισόδημα στο 92% του μέσου κοινοτικού όρου σε μονάδες αγοραστικής αξίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, στο 4,4% για το 2007 έναντι 3,8% για το 2006.
Πέντε χρόνια μετά, με την λήξη της θητείας του προέδρου Χριστόφια, η κυπριακή οικονομία βρίσκεται στον αναπνευστήρα. Τα αίτια αυτής της κρίσης είναι πρωτίστως πολιτικά. Οφείλονται δηλαδή στις κομμουνιστικού τύπου απόψεις του Κύπριου προέδρου και επικεφαλής του ΑΚΕΛ, ο οποίος προφανώς δεν πρέπει να διδάχθηκε πολλά πράγματα από την κατάρρευση των φιλικών του καθεστώτων στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και στην Σοβιετική Ένωση. Όπως υποστηρίζουν η επίκουρη καθηγήτρια Χριστίνα Ιωάννου και ο αναπληρωτής καθηγητής Αχ.Αιμιλιανίδης του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, τα ουσιαστικά αίτια της κρίσης σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης από την κυπριακή κυβέρνηση. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, ο πρόεδρος Χριστόφιας υποσχέθηκε την διενέργεια επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής μέσω κοινωνικών παροχών, η οποία να ανέρχεται σε 3 δισεκατ. ευρώ κατά την διάρκεια της πενταετούς του θητείας (δηλαδή, περί τα 600 εκατ. ευρώ ανά έτος), ποσοστό αντίστοιχο του 33,5% του κυπριακού ΑΕΠ.
Ο νέος πρόεδρος επέκρινε προεκλογικά την απερχόμενη κυβέρνηση Παπαδόπουλου για ακατανόητη έλλειψη «γενναιοδωρίας» σε κοινωνικές παροχές ως προς την οικονομική της πολιτική και αρνήθηκε ότι υπήρχε ανάγκη για συγκράτηση των δαπανών ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. δεσμεύθηκε, επίσης, πως δεν θα επιβάλλονταν νέες φορολογίες ως αντιστάθμισμα των παροχών. Η προεκλογική πλειοδοσία σε εξαγγελίες αναμφίβολα υπερέβαινε τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε την παροχή πασχαλινού επιδόματος συνολικού ύψους περί τα 33 εκατ. ευρώ, το οποίο θα διδόταν χωρίς σαφή εισοδηματικά κριτήρια. Εντούτοις, ήδη από τον Απρίλιο 2008, αναλυτές προειδοποιούσαν πως το μικρό μέγεθος και η ανοικτή οικονομία της Κύπρου την καθιστούσε ιδιαιτέρως ευάλωτη στην διεθνή οικονομική κρίση και καλούσαν για ορθολογική και περιορισμένη χρήση των κρατικών δαπανών και στενή παρακολούθηση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Προειδοποιούσαν δε ότι η υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών θα μπορούσε να δυναμιτίσει τα θεμέλια της κυπριακής οικονομίας. Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος Moody’s προειδοποίησε με έκθεσή του, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς δείκτες θα οδηγούσε σε χαμηλότερη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρομοίως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας της Κύπρου για τα έτη 2007-2011 υπέδειξε με έμφαση ότι η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει να συγκρατήσει το δημόσιο χρέος, αναμορφώνοντας ιδιαίτερα το συνταξιοδοτικό σύστημα και προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας. Η αντίδραση της κυβέρνησης στις προειδοποιήσεις υπήρξε εξ αρχής αμυντική, εστιάζοντας στην πεποίθηση ότι η διεθνής κρίση δεν θα αγγίξει την κυπριακή οικονομία διότι η τελευταία στηρίζεται σε στέρεα θεμέλια.
Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση υπήρξε οπωσδήποτε οικονομικά ανεδαφική, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η κυπριακή οικονομία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα –ο οποίος εκ φύσεως είναι εξαρτώμενος από τις επιδράσεις των διεθνών αγορών. Από την άλλη πλευρά, παρά την διεθνή χρηματοοικονομική κρίση –η οποία επηρέασε και την πορεία της ευρωζώνης– η κυπριακή κυβερνητική πολιτική στηρίχθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο 2008-2010 αποκλειστικά στην συνεχή αύξηση των εσόδων και όχι στην μείωση ή συγκράτηση των δημοσίων δαπανών. Εξάλλου, αναφέρουν οι δύο πανεπιστημιακοί στην ελληνική έκδοση του Foreign Affairs, η αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσα από την φορολόγηση των αυξημένων καταναλωτικών δαπανών είχε ως πηγή την υπέρμετρη έκθεση των πολιτών σε τραπεζικό δανεισμό και συνέτεινε στην επιδείνωση των τραπεζικών προβλημάτων.
Δεν έγινε η επεξεργασία ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τομείς της οικονομίας που διέρχονταν κάμψη, όπως των ακινήτων και του τουρισμού, ούτε και στηρίχθηκε όσο θα έπρεπε ο ζωτικός για την Κύπρο τομέας της επένδυσης ξένων κεφαλαίων μέσω κυπριακών εταιρειών που να έχουν αλλοδαπούς ως μετόχους.
Σήμερα η κυπριακή οικονομία γνωρίζει μία πολύ σοβαρή κρίση, η οποία σαφώς θα επηρεάσει και το γεωπολιτικό της μέλλον. Κατά κύριο δε λόγο πρόκειται για χαρακτηριστική κρίση πολιτικής ανευθυνότητος.