της Ελευθερίας Κούρταλη
Η διατήρηση της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή η συνέχιση της αποδοχής τους ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, η οποία και δόθηκε –προσωρινά και λόγω της COVID– τον Απρίλιο του 2020, και τρεις εβδομάδες μετά την ενεργοποίηση του προγράμματος PEPP, αποτελεί τον βασικότερο στόχο του οικονομικού επιτελείου και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, κ. Δημήτρης Τσάκωνας, χρησιμοποίησε στο πρόσφατο Φόρουμ των Δελφών την ιστορική φράση του Μάριο Ντράγκι «whatever it takes» για να υπογραμμίσει ότι η Ελλάδα θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να κρατήσει αυτό το σημαντικό «όπλο», μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία και θα «μονιμοποιήσει» αυτό το προνόμιο.
Συνεπώς, το σημαντικό για την Ελλάδα δεν είναι τόσο η συνέχιση της συμμετοχής της στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά το να μείνει ανοιχτή μία άλλη πολύ σημαντική «πόρτα», η οποία οδηγεί στη στήριξη των ελληνικών τραπεζών, στη διατήρηση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, καθώς και στην ενίσχυση της εμπορευσιμότητας και των αποτιμήσεων των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.
Με τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση οι ελληνικές τράπεζες έχουν μπορέσει να απορροφούν τα φθηνά δάνεια TLTROs της ΕΚΤ και να ενισχύουν περαιτέρω τα κεφάλαιά τους εν μέσω των πωλήσεων NPLs και των τιτλοποιήσεων υπό το σχέδιο «Ηρακλής». Παράλληλα στηρίζονται και οι εκδόσεις ομολόγων, ειδικά οι βραχυπρόθεσμες όπως το πρόσφατο 5ετές, καθώς το «eligibility» της ΕΚΤ τα κάνει ελκυστικά και για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει ως στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του α΄ εξαμήνου του 2023, ενώ όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς αυτό μπορεί να συμβεί και στις αρχές του 2023 – «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα για την Ελλάδα», τονίζουν. Επομένως, νούμερο ένα στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι η πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του οροσήμου και η μόνιμη επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων για τις πράξεις της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του οργανισμού, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με έξι τρόπους, οι οποίοι μπορούν να «πείσουν» τους οίκους αξιολόγησης αλλά και την ΕΚΤ.
Ο πρώτος τρόπος είναι, όπως έχει ήδη γράψει η «Κ», η αποπληρωμή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου (GLF), με την εξόφληση περίπου 2,7 δισ. ευρώ από τα χρεολύσια (του 2022). Αυτό βελτιώνει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα – όπως έχουν στείλει και οι πρόωρες πληρωμές των δανείων του ΔΝΤ, σε οίκους και αγορές.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η περαιτέρω ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών ομολόγων, κίνηση η οποία βελτιώνει την καμπύλη και ενισχύει την εικόνα της χώρας ως μιας ώριμης αγοράς. Το πρόσφατο άνοιγμα του 10ετούς ομολόγου είχε και αυτόν τον στόχο. Μέσω της αύξησης του μεγέθους του στα 6 δισ. ευρώ έγινε «ο απόλυτος τίτλος αναφοράς» (benchmark) και είναι ο μεγαλύτερος του ελληνικού Δημοσίου.
Τρίτο πολύ σημαντικό «όπλο» είναι η «αξία της έλλειψης», το scarcity value. Δηλαδή το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στην αγορά πολλά ελληνικά ομόλογα και ο ΟΔΔΗΧ δεν προχωρεί σε «μαζικές» εκδόσεις, όπως κάνουν άλλες χώρες της Ευρωζώνης, διατηρώντας έτσι τη ζήτηση υψηλή και τους επενδυτές «πεινασμένους». Το βιβλίο προσφορών κατά την επανέκδοση του 10ετούς ήταν το μεγαλύτερο ιστορικά για τη χώρα, εξηγώντας ακριβώς αυτό.
Μείωση των NPLs
Τέταρτη και πολύ σημαντική «συνθήκη» είναι η επιτάχυνση της μείωσης των NPLs των ελληνικών τραπεζών. Οπως επισημαίνουν πηγές στην «Κ», εάν δεν μειωθούν ο δείκτες NPLs σε μονοψήφια επίπεδα, οι οίκοι αξιολόγησης δεν μπορούν να βάλουν την Ελλάδα στην «ελίτ» της επενδυτικής βαθμίδας. Σύμφωνα και με τα σχέδια των συστημικών τραπεζών, αυτό μπορεί να αρχίσει να επιτυγχάνεται ήδη από φέτος και για τις περισσότερες το 2022.
Πέμπτος παράγοντας σε αυτήν την προσπάθεια είναι η διατήρηση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων, τα οποία σήμερα διαμορφώνονται στα 34 δισ. ευρώ και θα κλείσουν το έτος κοντά στα 30 δισ. ευρώ, καθώς η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων είναι «απαραίτητη» από το 2022. Κανένας οίκος αξιολόγησης δεν μπορεί να «ανεβάσει» τη χώρα σε επενδυτική βαθμίδα εάν δεν καλύψει τα ελλείμματα που προκάλεσε η COVID.
Τέλος, μία άλλη οδός προς την επίτευξη της μόνιμης επιλεξιμότητας, εάν δεν υπάρχει το investment grade, είναι η προσφυγή στην πιστωτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM) η οποία θα είναι διαθέσιμη και το 2022, και μπορεί να θεωρηθεί πρόγραμμα από την ΕΚΤ έτσι ώστε να δώσει στην Ελλάδα το «waiver».
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr