της
Nemat Shafik *
Η χρηματοοικονομική κρίση του 2007, αν και προβλέψιμη σε κάποιον βαθμό, βρήκε την Ευρώπη μάλλον απροετοίμαστη –αλλά και με αρκετά προβλήματα που δεν έχουν μακροοικονομικό χαρακτήρα, ωστόσο επηρεάζουν ποικιλοτρόπως το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η δημογραφία, για παράδειγμα, είναι ένα πρόβλημα με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει.
Σήμερα, λοιπόν, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θέλει να κρατηθεί στον υπό διαμόρφωση νέο καταμερισμό της εργασίας και να ξεπεράσει την κρίση που αυτός προκαλεί, είναι ανάγκη να προχωρήσει προς περισσότερη ολοκλήρωση. Μία ολοκλήρωση που δεν είναι απαραίτητη μόνον για την επιβίωση του ευρώ. Αφορά σε υπερθετικό βαθμό και την ενιαία αγορά, η οποία πάσχει από έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Η δε βελτίωση της τελευταίας είναι μέγα ζητούμενο για την Ευρώπη και το μέλλον της διότι, πέρα από το συνολικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, εξίσου κρίσιμο είναι και το ανταγωνιστικό ρήγμα που παρατηρείται μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Στο πεδίο αυτό, λοιπόν, η Ευρώπη έχει να δώσει μία σοβαρή και κρίσιμη μάχη.
Την χρονιά που πέρασε οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι αξιωματούχοι συνεργάτες τους έλαβαν σημαντικές αποφάσεις προς την κατεύθυνση διαχειρίσεως της κρίσης. Και, αν η σχετική διαδικασία λήψης των αποφάσεων αυτών δεν ήταν πάντα κομψή, αυτό οφείλεται στις εγγενείς ατέλειες του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, είναι σαφές ότι η ολοκλήρωση της τελευταίας στιγμής φαίνεται να απέτρεψε μία νομισματική κρίση. Όπως είχε πει και ο Ζαν Μοννέ, ένας από τους ιδρυτές της ΕΕ, «ο κόσμος δέχεται την αλλαγή μόνον όταν αντιμετωπίζει την ανάγκη, και αναγνωρίζει την ανάγκη μόνον όταν αντιμετωπίζει κρίση».
Αν και το κύριο σύμπτωμα της κρίσης ήταν η χρηματοοικονομική αποσύνθεση, η κύρια αιτία ήταν η έλλειψη σύγκλισης στην παραγωγικότητα.
Πολλοί οικονομολόγοι εσφαλμένα πίστευαν ότι το ενιαίο νόμισμα και η μείωση των spreads στα κρατικά ομόλογα θα οδηγούσαν σε ροή των κεφαλαίων εκεί όπου θα μπορούσε να γίνει η αποδοτικότερη εκμετάλλευσή τους –οδηγώντας, κατά συνέπεια, και στην σύγκλιση. Όμως, τελικά οι χώρες με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα το 1999 δεν κατέγραψαν την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν ανάπτυξη. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν καλύτερη πορεία από εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου, με ταχύτερη ανάπτυξη του κατά κεφαλήν εισοδήματος, επειδή οι δικές τους οικονομίες ήταν πιο ανταγωνιστικές και μπόρεσαν να ενσωματωθούν στην παγκόσμια αλυσίδα προσφοράς, ειδικότερα μέσω των ισχυρών δεσμών με την Γερμανία.
Το μέγα ζητούμενο, όμως, στην παρούσα φάση της παγκόσμιας οικονομίας και της ευρωπαϊκής παρουσίας σε αυτήν είναι η αποκατάσταση σταθερότητας που να έχει και διάρκεια. Αυτό απαιτεί διόρθωση του χρηματοοικονομικού κλάδου της ευρωζώνης και των υψηλών χρεών και επίλυση του προβλήματος της απόκλισης στην παραγωγικότητα, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα. Δυστυχώς, θα πρέπει όλα αυτά να γίνουν με φόντο το αδύναμο ακόμη οικονομικό περιβάλλον. Οι τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) κάνουν λόγο για ήπια συρρίκνωση του ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2013.
Ας αναλογιστούμε τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας. Η έρευνα του ΔΝΤ δείχνει ότι, εάν η ευρωζώνη καλύψει την μισή απόσταση με τις καλύτερες πρακτικές που υπάρχουν μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ στην αγορά απασχόλησης και στο συνταξιοδοτικό, τότε το ΑΕΠ μπορεί να ενισχυθεί κατά περίπου 1,5% σε μέσον όρο μετά από πέντε χρόνια και επιπλέον κατά 2,25% εάν ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων και απασχόλησης. Τα κέρδη από τέτοιες μεταρρυθμίσεις συσσωρεύονται σταδιακά, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εφαρμογή τους για τους πολιτικούς. Έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος, κυρίως στις χώρες της περιφέρειας του Νότου που έχουν πληγεί περισσότερο. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όμως, που συχνά εφαρμόζονται με υψηλό κοινωνικό και πολιτικό κόστος, ακόμη δεν έχουν μετουσιωθεί σε απτά κέρδη ως προς την ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση προχώρησε σε τολμηρά βήματα για την μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας. Τα κέρδη αυτά όμως δεν έχουν οδηγήσει ακόμη σε χαμηλότερες τιμές. Ο λόγος είναι ότι πολλές αγορές παραμένουν προστατευμένες –και η προστασία αυτή δεν προσφέρει τίποτε στην ανταγωνιστικότητα. Ας δούμε, λόγου χάρη, το γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας. Μέχρι πρότινος, μόνον τα φαρμακεία είχαν δικαίωμα να το πωλούν. Τον προηγούμενο χρόνο η κυβέρνηση προχώρησε σε απελευθέρωση των πωλήσεων και οι τιμές μειώθηκαν αμέσως κατά 20%. Στην συνέχεια όμως το μέτρο ανατράπηκε λόγω των πιέσεων από εκείνους που ευνοούνταν από το προηγούμενο καθεστώς. Τα γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας επέστρεψε τελικά στα σούπερ-μάρκετ, αλλά όλη αυτή η ιστορία δείχνει πόσο δύσκολη είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός σε οικονομίες που έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με υψηλά επίπεδα προστατευτισμού.
Πολλές από τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να γίνουν σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, πολλές είναι και αυτές που πρέπει να γίνουν σε επίπεδο ευρωζώνης, όπως η αναδιάρθρωση των τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα και η τραπεζική ενοποίηση. Άλλες, πάλι, όπως η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και η απελευθέρωση στον κλάδο παροχής υπηρεσιών, θα ευνοηθούν από συλλογικές δράσεις της ΕΕ.
Όμως, αυτό που είναι οικονομικά απαραίτητο αποδεικνύεται πολιτικά δύσκολο. Η στήριξη της κοινής γνώμης στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει μειωθεί στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Τα μέλη της, καθώς και τα μέλη της ΕΕ, χρειάζεται να καταλήξουν σε συμβιβασμούς για μεταρρυθμίσεις που θα επικεντρώνονται σε μεσοπρόθεσμα οφέλη για την ΕΕ, αντί να βαλτώνουν σε εθνικό επίπεδο από το κόστος της προσαρμογής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί η Ευρώπη το 2012 να απέφυγε την πτώση στον γκρεμό, πλην όμως το 2013 θα πρέπει να μάθει να ορειβατεί. Το βουνό της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας είναι δύσβατο στην εποχή μας. Ωστόσο, πρέπει κανείς να μάθει να ανεβαίνει σε αυτό, αν δεν θέλει να πει αντίο στην ανάπτυξη.
* Αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Η ΕΥΡΩΠΗ ΥΣΤΕΡΕΙ ΣΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Τα είκοσι τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία γνωρίζει τεράστιες αλλαγές, με τους παίκτες να διεκδικούν και αυτοί μερίδια αγοράς. Εντείνεται έτσι ο διεθνής ανταγωνισμός και υπαγορεύει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα
Την χρονιά που πέρασε οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι αξιωματούχοι συνεργάτες τους έλαβαν σημαντικές αποφάσεις προς την κατεύθυνση διαχειρίσεως της κρίσης. Και, αν η σχετική διαδικασία λήψης των αποφάσεων αυτών δεν ήταν πάντα κομψή, αυτό οφείλεται στις εγγενείς ατέλειες του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος.