της Ελευθερίας Κούρταλη
Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας ξεκίνησε και αναμένεται να επιταχυνθεί στο δεύτερο μισό του έτους, ωστόσο η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021. Σε αυτές τοποθετούνται, μεταξύ άλλων, η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, καθώς και το τέλος του προγράμματος PEPP της ΕΚΤ.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΤτΕ, το 2021 η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 4,2%, με την ανάκαμψη να είναι ιδιαίτερα δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης αλλά και της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, που θα υποβοηθήσουν και τη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, απαιτεί ταχεία απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, προκειμένου να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία μέσω της επιτάχυνσης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους, στο βραχυπρόθεσμο διάστημα συνδέονται με την εξέλιξη της πανδημίας και την εξάπλωση των μεταλλάξεων, παρά την πρόοδο του εμβολιαστικού προγράμματος, καθώς και την επάνοδο σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.
Μεσοπρόθεσμα, αν και οι προοπτικές είναι αδιαμφισβήτητα θετικές, λόγω των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προκλήσεις που αφορούν κυρίως τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και συνοψίζονται στις εξής έξι:
1. Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων την οποία προκάλεσε η πανδημία, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αυξάνει τους κινδύνους και μπορεί να δυσχεράνει την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης.
2. Η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ (PEPP) θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού αν έως τότε η Ελλάδα δεν έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
3. Οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η κεφαλαιακή τους βάση αναμένεται να αποδυναμωθεί περαιτέρω λόγω της πολιτικής μείωσης των NPLs.
4. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή.
5. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ενδέχεται να αυξηθεί μετά την άρση των μέτρων στήριξης.
6. Το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Παρά τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη το 2021-2023. Οπως τόνισε χθες και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί «μεγάλη ευκαιρία» για την Ελλάδα, ενώ πρόσθεσε πως δεν θεωρεί ανέφικτο να έχουμε μια δεκαετία με μέσο όρο ανάπτυξης 3,5%.
«Οχι» σε χαλάρωση
Η ΤτΕ προειδοποιεί πως η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα, όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων. Για τον λόγο αυτό, η διαδικασία άρσης των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και σε συγχρονισμό με την εδραίωση της ανάκαμψης.
Επιπλέον, η δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινή, προκειμένου να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να μη μετατραπεί η υγειονομική κρίση σε κρίση δημόσιου χρέους. Το ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Οπως προειδοποιεί η ΤτΕ, η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, παρά το χαμηλό κόστος δανεισμού και το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών του, εξαλείφει οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και καθιστά περισσότερο κρίσιμη την ανάγκη διαφύλαξης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, μέσω της επιστροφής σε ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα και της συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr