της Δήμητρας Μανιφάβα
Στη δίνη των πληθωριστικών πιέσεων εξακολουθεί να βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία, αλλά και η ελληνική, καθώς οι ανατιμήσεις σε σειρά πρώτων υλών και η αύξηση του μεταφορικού κόστους αναμένεται να διαρκέσουν τουλάχιστον έως τα τέλη της τρέχουσας χρονιάς, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι θα επρόκειτο για παροδικό φαινόμενο. Ακόμη δε και αν υπάρξει η επιθυμητή αποκλιμάκωση νωρίτερα, οι συνέπειες θα είναι ορατές για αρκετούς μήνες μετά, καθώς σειρά προϊόντων θα έχει ήδη παραχθεί με αυξημένο κόστος. Αλλωστε, η αγορά εκτιμά ότι η όποια διόρθωση των τιμών θα είναι σε υψηλότερα επίπεδα από την εποχή πριν από τη διαταραχή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.
Οι καταναλωτές και κυρίως τα νοικοκυριά που ανήκουν στις ασθενέστερες οικονομικά κατηγορίες του πληθυσμού ενδέχεται τους προσεχείς μήνες να αντιμετωπίσουν ακόμη πιο έντονο πρόβλημα, καθώς, πέρα από το περιβάλλον γενικευμένων ανατιμήσεων, ήδη εκλείπουν από την αγορά σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων και οι πιο οικονομικές λύσεις. «Πλέον στην αγορά δεν υπάρχουν φθηνοί φορητοί υπολογιστές (laptops) αξίας 399 ευρώ. Υπάρχουν τα μοντέλα με τιμή από 799 ευρώ και άνω. Αυτό συμβαίνει διότι, λόγω της έλλειψης σε επεξεργαστές, οι κατασκευάστριες εταιρείες επιλέγουν να παράξουν μόνο τα πιο ακριβά μοντέλα», εξηγεί ο Γιάννης Βασιλάκος, διευθύνων σύμβουλος της «Κωτσόβολος». Το πόσο δε απαραίτητοι είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές –και μάλιστα τα φθηνά μοντέλα– φάνηκε με τον πλέον δραματικό τρόπο τον τελευταίο χρόνο, με την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση, όπου μπορεί την ίδια χρονική στιγμή όλα τα μέλη μιας τυπικής τετραμελούς οικογένειας να έπρεπε να είναι μπροστά σε έναν υπολογιστή για να εργαστούν και να παρακολουθήσουν μάθημα. Ελλείψεις παρατηρούνται επίσης στις φθηνές λευκές συσκευές, όπως είναι για παράδειγμα ψυγεία ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία κατασκευάζονται κατεξοχήν στην Κίνα. Το πρόβλημα εν προκειμένω έγκειται στο υψηλό μεταφορικό κόστος, το οποίο ουσιαστικά καθιστά ασύμφορη την εισαγωγή αυτών των προϊόντων. «Εάν για να φέρεις ένα κοντέινερ πλήρωνες πρώτα 1.700 δολάρια και τώρα 12.000 – 13.000 δολάρια, θα επιλέξεις να μην παραγγείλεις προϊόντα που καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο και πωλούνται σε χαμηλή τιμή», προσθέτει ο ίδιος, επισημαίνοντας ότι η κατάσταση που δημιουργείται πλήττει σημαντικά τα φτωχά νοικοκυριά.
Συχνά δε, όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς στην «Κ», οι εταιρείες βρίσκονται αντιμέτωπες με απρόβλεπτες καταστάσεις. Ετσι, ενώ κάνουν την παραγγελία και έχουν συμφωνήσει για τη μεταφορά των προϊόντων τους από την Κίνα με αυξημένο κόστος, μην έχοντας άλλη επιλογή, ένα βήμα πριν από τη φόρτωση οι τελικές «επίσημες» χρεώσεις μπορεί να είναι αυξημένες ακόμη και κατά 40% σε σχέση με την αρχικά συμφωνηθείσα. Και λέμε για «επίσημες», διότι δεν λείπουν και φαινόμενα όπου την τελευταία στιγμή ο φορτοεκφορτωτής στην Κίνα ζητά και επιπλέον 1.000 δολάρια για να φορτώσει τα εμπορεύματα στο πλοίο. Μάλιστα, αυτό το ανεπίσημο «καπέλο» γίνεται, όπως εκτιμούν τα στελέχη της αγοράς, με την ανοχή της κινεζικής κυβέρνησης.
Στα προϊόντα τεχνολογίας και στις λευκές συσκευές υπολογίζεται ότι υπάρχουν ήδη αυξήσεις τιμών κατά 5% μεσοσταθμικά, λόγω κυρίως της ύπαρξης κάποιων αποθεμάτων και της απορρόφησης μέρους του κόστους από τους προμηθευτές και τους λιανέμπορους. Ωστόσο, σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του κλάδου, το επόμενο διάστημα και κυρίως από τον Σεπτέμβριο κι έπειτα αναμένονται ανατιμήσεις της τάξης του 10%.
Προάγγελος για το τι θα ακολουθήσει το επόμενο διάστημα, έστω κι αν δεν μετακυλισθεί το σύνολο των αυξήσεων στην τελική τιμή καταναλωτή, είναι οι τιμές παραγωγού στη βιομηχανία. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία ενισχύθηκε τον Μάιο του 2021 κατά 13,1% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2020, ενώ κατέγραψε και αύξηση 1% σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2021.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίζονται στις τιμές παραγωγού ενεργειακών προϊόντων, κάτι που αναμένεται να προκαλέσει κύμα ανατιμήσεων σε σειρά άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, σε ετήσια βάση και σε ό,τι αφορά την εγχώρια αγορά παρατηρείται αύξηση 71,3% των τιμών παραγωγού στον κλάδο των πετρελαιοειδών, 35,4% στην εξόρυξη λιγνίτη, 10,3% στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, 7% στην παραγωγή βασικών μετάλλων, 4,3% στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και κλιματισμού (σ.σ. σε ό,τι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα οι χονδρεμπορικές τιμές έχουν εκτοξευθεί τις τελευταίες ημέρες στα ύψη), 2,8% στην παρασκευή προϊόντων από ελαστικό και πλαστικές ύλες. Στη βιομηχανία τροφίμων καταγράφηκε αύξηση των τιμών παραγωγού κατά 1,5% τον Μάιο. Ωστόσο, προμηθευτές και λιανέμποροι έχουν προειδοποιήσει για πολύ μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε ευρεία γκάμα προϊόντων, τόσο λόγω της αύξησης του κόστους των πρώτων υλών όσο και λόγω των αυξήσεων στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και στις τιμές των καυσίμων.
Παγκόσμιο ντόμινο αυξήσεων οδηγεί σε ακριβότερες εισαγωγές
«Παρατηρούμε ελλείψεις στις προμήθειες σε χάλυβα και ξυλεία και κάποιες από τις εξελίξεις στην πορεία των τιμών είναι δραματικές», ανέφερε χαρακτηριστικά την Πέμπτη ο Φέλιξ Λάις, ερευνητής του γερμανικού ινστιτούτου ifo (πρόκειται για το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς Οικονομικής Ερευνας του Πανεπιστημίου του Μονάχου). «Οι ελλείψεις σε ξυλεία σημαίνoυν ελλείψεις ακόμη και σε παλέτες», τονίζεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του Ifo, με το γερμανικό ινστιτούτο να προσθέτει ότι πολλές βιομηχανίες αναφέρουν ελλείψεις σε αλουμίνιο και σε χαλκό. Επίσης, καταγράφονται ελλείψεις σε συνθετικές πρώτες ύλες, όπως συνθετικά νήματα, φιλμ, υλικά συσκευασιών, μονωτικά υλικά και άλλα πλαστικά προϊόντα. «Λόγω αυτών των ελλείψεων υπάρχουν αυξήσεις τιμών σε πολλούς κλάδους», τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του ifo, στις μεταποιητικές βιομηχανίες της Γερμανίας το 100% των επιχειρήσεων των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας και επίπλου ανέφερε αύξηση τιμών, ενώ πολύ υψηλά είναι τα αντίστοιχα ποσοστά και στους άλλους βασικούς κλάδους: 95,6% στις βιομηχανίες κατασκευής ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, 95% στις βιομηχανίες βασικών μετάλλων, 94% στις βιομηχανίες ενδυμάτων, 93,5% στους κατασκευαστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, 93,2% στις χαρτοβιομηχανίες.Το γεγονός ότι τα παραπάνω συμβαίνουν στη Γερμανία δείχνει δύο πράγματα με ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα: αφενός ότι το φαινόμενο των ανατιμήσεων είναι παγκόσμιο, αφετέρου ότι η Ελλάδα ως χώρα εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές τόσο πρώτων υλών όσο και τελικών προϊόντων, είναι πολλαπλά εκτεθειμένη στις παγκόσμιες ανατιμήσεις. H Γερμανία, εν προκειμένω, αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή της Ελλάδας, με τη χώρα μας να εισάγει από εκεί φάρμακα, χημικά, αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, μηχανήματα, εργαλεία, τυροκομικά και γαλακτοκομικά προϊόντα, πλαστικές ύλες και πολλά άλλα βασικά προϊόντα.
Εκτός από τα τελικά προϊόντα, οι ανατιμήσεις επιφέρουν αυξήσεις και στην παροχή υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με όσα ανέφερε στην «Κ» ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργος Καββαθάς, είναι οι αλουμινοκατασκευές, αλλά και η εγκατάσταση διαφόρων δικτύων θέρμανσης, ύδρευσης κ.λπ., όπου χρησιμοποιούνται χαλκοσωλήνες. «Κάποιοι τεχνίτες που έχουν συμφωνήσει εργασίες προ των ανατιμήσεων, θα πρέπει τώρα, λόγω της αύξησης του κόστους των βασικών υλικών, είτε να ζητήσουν περισσότερα χρήματα, ακόμη και 30% πάνω, είτε να βρεθούν εκτεθειμένοι και στην ουσία να εργαστούν με ζημιά», τόνισε.
Καθυστερούν οι παραδόσεις των Ι.Χ.
«Εάν θέλετε αυτοκίνητο, παραγγείλτε… χθες!». Αυτή είναι η σύσταση του Δημήτρη Πάτσιου, γενικού διευθυντή του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (ΣΕΑΑ). Κι αυτό διότι η προσφορά που υπάρχει από την αυτοκινητοβιομηχανία δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος μιλώντας στην «Κ», στις παραγγελίες που έχουν ήδη γίνει δεν θα υπάρξει καθυστέρηση στην παράδοση των αυτοκινήτων και αυτά θα τα παραλάβουν οι ιδιοκτήτες τους στον χρόνο που έχει συμφωνηθεί. Το πρόβλημα έγκειται από εδώ και στο εξής, για τις παραγγελίες δηλαδή που θα γίνουν το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι οι καθυστερήσεις στην παράδοση των αυτοκινήτων θα φτάνουν κατά μέσο όρο τους δύο μήνες από τον χρόνο που χρειαζόταν πρώτα. Δηλαδή, εάν ένα αυτοκίνητο υπό κανονικές συνθήκες παραδιδόταν εντός δύο μηνών από την παραγγελία του, τώρα θα απαιτηθούν περίπου τέσσερις μήνες. Σε κάποιες δε περιπτώσεις πολύ δημοφιλών αυτοκινήτων, οι καθυστερήσεις μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερες. Τούτο, αν μη τι άλλο, ειδικά στην Ελλάδα μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στον οικογενειακό προγραμματισμό.
Σε ό,τι αφορά το πεδίο των τιμών, αυτό που σύμφωνα με στελέχη της αγοράς αυτοκινήτου αναμένεται να δούμε το επόμενο διάστημα θα είναι σε πρώτη φάση, όχι αναπροσαρμογές προς τα πάνω, αλλά μη παροχή εκπτώσεων στους καταναλωτές. Ο λόγος; Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, με τη ζήτηση να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την προσφορά, θα κάνει αρκετές από τις εταιρείες να μην παρέχουν τις όποιες προσφορές –οι οποίες έτσι κι αλλιώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι σχετικά μικρές, της τάξης των 300 ευρώ– στους πελάτες τους.
Αγνωστο, πάντως, παραμένει το τι θα γίνει σε επόμενη φάση από τις ίδιες τις αυτοκινητοβιομηχανίες, δεδομένου ότι συνεχίζεται η αύξηση των τιμών διαφόρων πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένων του πλαστικού, του αλουμινίου, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις σε ημιαγωγούς και άλλα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr