του Αντώνη Ζαΐρη*
Στην εποχή της Παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας η κατανάλωση αδιαμφισβήτητα αποτελεί την κινητήρια δύναμη και την ατμομηχανή της ανάπτυξης, συνιστά δε πυλώνα μεγέθυνσης με συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης, αντιπροσωπεύοντας περί τα 2/3 της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι αναγκαστικοί όμως περιορισμοί δραστηριοτήτων και μετακινήσεων λόγω της πανδημίας πάγωσαν την καταναλωτική δαπάνη αυξάνοντας ωστόσο σημαντικά τα αποταμιευτικά αποθέματα των τραπεζών.
Το σοκ αυτό που υπέστη η παγκόσμια καταναλωτική δαπάνη αποτυπώνεται αναφέροντας ενδεικτικά κάποια κράτη όπως π.χ. στις ΗΠΑ που ενώ η πτώση της στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν στο -2%, την περίοδο του κορωνοϊού για μεν τα προϊόντα ήταν στο -1% για δε τις υπηρεσίες στο -11%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο από το -8% την περίοδο 2007-2010, άγγιξε λόγω κορωνοϊού το -30%, στη Γαλλία αντίστοιχα -1% και λόγω κορωνοϊού το 2020 -20%, στη Γερμανία -1% και λόγω covid -16%. Πιο συγκεκριμένα στη Χώρα μας ενώ η απώλεια εισοδήματος την περίοδο οικονομικής κρίσης άγγιξε το -25%, η μείωση εισοδημάτων στην περίοδο κορωνοϊού το 2020 ήταν στο -8,1%, η δε απώλεια καταναλωτικής δαπάνης στο -12,7% . Όλα αυτά βεβαίως προοιωνίζονται επιδείνωση τόσο της κατάστασης των νοικοκυριών όσο και των οικονομικών δεικτών ιδιαίτερα των Ελληνικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (η μεσοσταθμική μείωση των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν 27%).
Είναι χαρακτηριστικό από την άλλη ότι κατά τη δύσκολη περίοδο του covid το 2020 το ποσοστό αποταμίευσης για τις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες που αντανακλά σε απόλυτα μεγέθη ποσό 3 τρις δολαρίων. Όσον αφορά την Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι καταθέσεις νοικοκυριών από 101δις εύρω το 2016 έφθασαν τα 117δις το 2019 με σημαντική βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας και απομάκρυνση της αβεβαιότητας που υπήρχε λόγω των capital controls. Στα τέλη του 2020 λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του κορονοϊού οι καταθέσεις ανήλθαν στα 126,8 δις ευρώ. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι και τους επόμενους μήνες η συγκράτηση των καταναλωτών λόγω φόβου πιθανής απώλειας θέσεων εργασίας θα παραμείνει ενεργή και είναι πιθανό επίσης οι Καταναλωτές να στραφούν και σε αποπληρωμή εκκρεμών φορολογικών υποχρεώσεων.
Αναμένεται ωστόσο τα χαμηλά επιτόκια των τραπεζών να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να ξοδέψουν χρήματα στην αγορά και όλα αυτά είναι που καθιστούν την κατανάλωση εξαιρετικά σημαντική μεταβλητή για την επόμενη μέρα στην προσπάθεια επίτευξης του στόχου οικονομικής ανάκαμψης.
Επιπρόσθετα, μεταξύ των βασικών ποιοτικών ευρημάτων που αφορούν την παγκόσμια καταναλωτική δαπάν,η σύμφωνα με επίσημες έρευνες παρατηρείται άνιση ανάκαμψη στις ΗΠΑ με ιδιαίτερες διακυμάνσεις στη σύγκριση δύο (2) βασικών μεταβλητών που αφορούν το εισόδημα και την ηλικιακή κατηγορία.
Συγκεκριμένα τα νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος κατά την ανάλυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, τα οποία αντιπροσωπεύουν τα 2/3 περίπου της καταναλωτικής μείωσης ,νέοι κάτω των 30 και μεσαίες ηλικίες 30-64 ετών θα κινηθούν πάνω από το μέσο όρο όσον αφορά την καταναλωτική δαπάνη, πράγμα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό καθώς οι κατηγορίες αυτές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας.
Αντίστοιχα τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά συμπεριλαμβανομένων των νέων εργαζομένων και εργαζομένων Μέσης ηλικίας των οποίων τα επαγγέλματα συνδέονται με τον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών του αυτοματισμού και τις ψηφιοποιημένης οικονομίας θα εμφανίσουν μειωμένες αντοχές αγοραστικής δύναμης όταν σταματήσει η επιρροή των δημοσιονομικών πακέτων στήριξης των εισοδημάτων τους.
Στις χώρες επίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα προκύψει ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης με τις ηλικιακές κατηγορίες των νέων, των μέσων αλλά και των μεγαλύτερων ηλικιών υψηλού και μέσου εισοδήματος να προηγούνται στην κούρσα ανάκαμψης της καταναλωτικής δαπάνης πολύ πάνω από το μέσο όρο, ενώ τα χαμηλά εισοδήματα νέων και μεσαίων ηλικιών να συμπαρασύρονται αρνητικά πολύ κάτω από το μέσο όρο όσον αφορά την καταναλωτική τους συμπεριφορά.
Με τις διευρυμένες ανισότητες προ των πυλών μετά την πανδημία η αλλαγή του συμπεριφορικού προφίλ των καταναλωτών θα επηρεάσει τις μέχρι τώρα καταναλωτικές συνήθειες πχ. αυξημένες δαπάνες για ταξιδιωτικές υπηρεσίες ή για αγορές προϊόντων εκτός σπιτιού, θα υπάρξει δε αντίστροφη σε προϊόντα ή υπηρεσίες υγειονομικής φροντίδας, διαδικτυακές αγορές βασικών αγαθών, ψηφιακές εφαρμογές, επενδύσεις ανακαίνισης σπιτιού, ανανέωσης εξοπλισμού, ψυχαγωγία εντός κα.
Με το δεδομένο λοιπόν των ανισοτήτων και κυρίως της ανισομερούς κατανομής του προϊόντος της ανάπτυξης και όλα αυτά σε συνδυασμό με την αλλαγή παραδείγματος στο νέο έξυπνο μοντέλο αναπτυξιακού υποδείγματος απαιτούνται αφενός, Στρατηγικές από την πλευρά των Κυβερνήσεων στοχοθετημένες πρώτον, στην επενδυτική αναζωογόνηση της Οικονομίας με άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων που δυστυχώς υπάρχουν και δεύτερον, στην ένταση των μεταρρυθμίσεων που αφορά τη δημόσια διοίκηση, τις αγορές προϊόντων και εργασίας και αφετέρου , δυναμικές κοινωνικές Πολιτικές που θα αμβλύνουν αυτές τις ανισότητες, θα προστατεύσουν το εισοδήμα, θα δημιουργήσουν “δίχτυ προστασίας” μέσω προγραμμάτων ενίσχυσης της ενεργητικής απασχόλησης ώστε να ευεργετηθεί η θετική πλευρά της Κατανάλωσης που έχει ανάγκη τόσο η Κοινωνία όσο και η Οικονομία.
*Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, Επίκ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Νεάπολις, Πάφος