του Γιώργου Στούμπου*
Η πανδημία της COVID-19 οδήγησε σε δραματικό περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως. Σε απάντηση στην κρίση και στις προβλεπόμενες οικονομικές επιπτώσεις, πολλές κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν με πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα παροχής ρευστότητας και τόνωσης της οικονομίας. Εξίσου σημαντική υπήρξε και η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών, καθώς η νομισματική πολιτική έγινε ιδιαίτερα επεκτατική και διευκολυντική παγκοσμίως, με μηδενικά επιτόκια και προγράμματα μαζικών αγορών τίτλων. Ταυτόχρονα, οι εποπτικές αρχές έλαβαν μέτρα κεφαλαιακής ελάφρυνσης των εμπορικών τραπεζών. Τα μέτρα αυτά εξασφάλισαν άφθονη ρευστότητα στην οικονομία, ενώ παράλληλα συμπίεσαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, διευκολύνοντας τις κυβερνήσεις στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η επίδραση αυτής της επιλογής (ειδικά στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική) ήταν άμεση και αποτελεσματική. Ενώ η παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα (ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς, όπως αερομεταφορές, τουρισμός, εμπορία καταναλωτικών προϊόντων, μεταφορές εμπορευμάτων κ.λπ.) μειώθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις, περισσότερο από 50%, τα έσοδα μειώθηκαν κατά πολύ λιγότερο. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής κατάφεραν να διατηρήσουν τη ζήτηση σε λογικά επίπεδα και, σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, να αποτρέψουν μια βαθύτερη οικονομική ύφεση. Ταυτόχρονα, μια μεγάλη γκάμα εταιρειών όλων των μεγεθών (από μικρές μέχρι πολύ μεγάλες) είτε επιδοτήθηκαν είτε ενισχύθηκαν με δάνεια υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες μόχλευσής τους.
Αυτές οι ενέργειες, ωστόσο, έχουν ορισμένες βαθιές συνέπειες για τη νομισματική πολιτική και την αποτελεσματικότητά της στο μέλλον. Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια φαίνονται «καταδικασμένα» να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μέγεθος των κρατικών επιδοτήσεων και προγραμμάτων βοήθειας καθώς και η ευνοϊκή δανειοδότηση έχουν οδηγήσει σε πολύ μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά και αύξηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Είναι, προφανώς, λογικό ότι η βιωσιμότητα του συστήματος μπορεί να διατηρηθεί μόνο με καθεστώς μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών επιτοκίων δανεισμού μεσομακροπρόθεσμα. Ακόμη και μια μέτρια αύξηση των επιτοκίων θα καθιστούσε δύσκολο –αν όχι αδύνατο– για τις εταιρείες οποιουδήποτε μεγέθους να εκπληρώσουν ολοσχερώς τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Αυτή καθαυτή η πραγματικότητα μειώνει τις επιλογές και την ευελιξία της πολιτικής επιτοκίων και της νομισματικής πολιτικής εν γένει.
Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω ανάλυση, η προβλεπόμενη μεσομακροπρόθεσμη πολιτική χαμηλών επιτοκίων θα επηρεάσει άνισα τους μελλοντικούς κύκλους επενδύσεων υπέρ του «μεγάλου κεφαλαίου» και των «μεγάλων επενδυτών». Οι μεγάλοι επενδυτές –ιδιώτες ή εταιρείες– ιστορικά και διαχρονικά ευνοούνται σε πολλαπλάσιο βαθμό συγκριτικά με τους μικροεπενδυτές, λόγω του υψηλότερου ποσοστού μόχλευσης, των υψηλότερων ποσοστών κερδοφορίας επί των επενδεδυμένων κεφαλαίων και της ανόδου των τιμών σε διάφορες κατηγορίες ακινήτων, υπηρεσιών και προϊόντων. Μια ειδοποιός διαφορά που πρέπει να τονιστεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι ότι η οικονομική ενίσχυση, είτε υπό τη μορφή επιδοτήσεων είτε υπό τη μορφή ευνοϊκής χρηματοδότησης, απέβλεπε στη «λειτουργική συντήρηση» των εταιρειών και όχι στην ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών τους. Η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων είναι αυτή που θα προσδώσει μια βιώσιμη και μακράς διάρκειας αναπτυξιακή προοπτική.
Οι μικρότεροι επενδυτές, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι μικροϊδιοκτήτες θεωρητικά θα έχουν πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση, αλλά η συγκριτικά μικρή πιστωτική τους έκθεση και ενδεχομένως η πιο δυσχερής πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση θα εμποδίσει σημαντικά την αξιοποίηση των ευνοϊκών επιτοκίων. Σε κάθε περίπτωση δε, ο επενδυτικός κύκλος των «μικρών» είναι περιορισμένος όσο και η προοπτική κερδοφορίας τους. Ο συλλογισμός αυτός οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: τηρουμένων των αναλογιών, το «αναπόφευκτο» των χαμηλών επιτοκίων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο θα συμβάλει στην περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων διανομής πλούτου και εισοδήματος, ιδίως στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα προφανώς και θα υποστεί τις ίδιες συνέπειες.
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν φαίνεται να αναγνωρίζει αυτούς τους κινδύνους. Η προτεινόμενη αύξηση της φορολογίας των πιο υψηλών εισοδηματικά ομάδων, η ταυτόχρονη μείωση συντελεστών φορολόγησης για τη μεσαία τάξη και τους χαμηλόμισθους, καθώς και η πρόταση για την επιβολή ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% για τις μεγάλες επιχειρήσεις, υποδηλώνουν αυτή την αντίληψη.
Όσον αφορά τα καθ’ ημάς, μερικά χρήσιμα μαθήματα –έστω και κατ’ επαγωγή– είναι προφανή:
Πρώτον, η πολιτική χρηματοδότησης πριν και μετά την πανδημία πρέπει να έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η επιδότηση επιχειρήσεων για διατήρηση της βιωσιμότητάς τους και τη διατήρηση θέσεων εργασίας πρέπει να αντικατασταθεί με όρους χρηματοδότησης που ενισχύουν τις υποδομές παραγωγής, την ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων, την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Και, το πλέον σημαντικό, ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, η δημιουργία βιώσιμων, σύγχρονων και κερδοφόρων εταιρειών πρέπει να αποτυπωθεί στην αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων και στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Σχηματικά να συνοψίσουμε τον ανωτέρω συλλογισμό. Σε ένα νέο και σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο, η όποια επιδότηση ή ευνοϊκή δανειοδότηση πρέπει να έχει ως βασικό γνώμονα τη δημιουργία πλούτου μέσα από την παραγωγική διαδικασία. Αυτός ο πλούτος πρέπει και επιβάλλεται να διανέμεται δίκαια και αναλογικά. Με άλλα λόγια, η πολιτική των απευθείας επιδοτήσεων ανήκει στην περίοδο της πανδημίας. Εκεί σταματά η χρησιμότητά της. Σε κάθε άλλη περίπτωση, επαναφέρουμε μοντέλα που έχουν χαρακτηρίσει άπειρες αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος.
Δεύτερον, και όσον αφορά το πρόβλημα με τις επικρατούσες συνθήκες ανισότητας εισοδημάτων και ευημερίας, η όποια κυβερνητική πολιτική –τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε.– επιβάλλεται να λάβει σοβαρά υπόψη ότι η πολιτική χαμηλών επιτοκίων θα ευνοήσει το μεγάλο κεφάλαιο και τους μεγάλους επενδυτές. Το αντίστοιχο όπλο για να ευνοηθούν αλλά και για να συμμετάσχουν ενεργά στην προσδοκώμενη ανάπτυξη οι «μικροί» είναι η φορολογική πολιτική. Συγκεκριμένα, χρειάζεται αυστηροποίηση των φορολογικών κανόνων για τα υψηλά και πολύ υψηλά προσωπικά και εταιρικά εισοδήματα, σε συνδυασμό με δίκαιες και αναλογικές φορολογικές μειώσεις για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να διαχυθούν τα οφέλη της ανάπτυξης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά και να δημιουργηθούν συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης.
«Οι μικρές αλλαγές είναι ο εχθρός των μεγάλων αλλαγών», έγραφε ο Μπρεχτ. Διαχρονικά, πουθενά αλλού δεν έχει μεγαλύτερη εφαρμογή η άποψη αυτή από ό,τι στην Ελλάδα. Αξίζει, επιτέλους, αντί να βλέπουμε μπροστά, να βλέπουμε ψηλά.
*διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο York στο Τορόντο του Καναδά έως το 1998. Την περίοδο 1998-2016 ήταν στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος με τον βαθμό του οικονομικού συμβούλου. Την ίδια περίοδο δίδασκε στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΝΑ Ευρώπης στο ΕΚΠΑ
**πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr