του Νίκου Φιλιππίδη
Η Οικονομία «θρηνεί» – και δικαίως - τις απώλειες που καταγράφουν οι εξαγωγές υπηρεσιών, λόγω της πτώσης του τουρισμού, την τελευταία διετία. Την ίδια στιγμή ωστόσο εισαγωγών. παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι εξαγωγές αγαθών «υπερίπτανται». Κατάφεραν από το πρώτο κιόλας πεντάμηνο του έτους να καλύψουν όλες τις απώλειες του 2020. Σε περιβάλλον καραντίνας κατέρριψαν το ρεκόρ εξαγωγών που είχε καταγραφεί πριν από την πανδημία, υπερβαίνοντας και την περυσινή επίδοση. Το επίτευγμα είναι σημαντικό, η χαμηλή ωστόσο βάση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών (αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών), δείχνει ότι έχουν πολλά ακόμα να γίνουν μέχρι τη στιγμή που θα επιτρέπονται πανηγυρισμοί.
Ως ποσοστό των παγκόσμιων εξαγωγών συνεχίζουν να βρίσκονται εκεί που ήταν πριν από 20 χρόνια. Βλέπετε όταν οι άλλοι αναπτύσσονταν, εμείς βιώναμε την τεράστια απώλεια ανταγωνιστικότητας (-17,4%) την 10ετία της εφήμερης ευημερίας (2000-2009), την κρίση ελληνικού χρέους το 2010, την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων το 2015, και, βεβαίως τη συνακόλουθη περιθωριοποίηση της χώρας στα χρόνια της κρίσης.
Κι όμως, ακόμα και με τα συγκεκριμένα προβλήματα, αλλά και χωρίς σχέδιο, κλάδοι όπως ο βιομηχανικός (αλουμίνιο, σίδηρος, τσιμέντο, κ.λπ.) με υψηλούς πολλαπλασιαστές στην οικονομική ανάπτυξη κατάφεραν από το 2014 και μετά να ανακάμψουν με ποσοστό άνω του 30%. Αντίστοιχα καλά μεγέθη κατέγραψαν τα φρούτα και τα λαχανικά.
Το άλλο στοιχείο που παρατηρείται μετά την οικονομική κρίση είναι ότι η αύξηση των εξαγωγών συμβαδίζει grosso modo με την αύξηση των εισαγωγών. Αυξάνουν οι εξαγωγές από την μία, αλλά ανακάμπτουν και οι χτυπημένες από τη μείωση της κατανάλωσης εισαγωγές από την άλλη. Ο λόγος αυτός αντανακλά μια ιδιαίτερα εύθραυστη ισορροπία, μιας και οι επενδύσεις (σε μέγεθος και είδος) δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σημείο να μπορούν να υποκαταστήσουν με διαχρονικότητα σημαντικό μέρος των εισαγωγών.
Εδώ είναι και το θέμα της- επόμενης ημέρας για την ελληνική οικονομία. Η ευκαιρία που δημιουργεί ο πακτωλός των δισεκατομμυρίων που θα εισέλθουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα προσεχή χρόνια, τα οποία καλύπτουν – φτάνει να αξιοποιηθούν σωστά – το επενδυτικό κενό άνω των 100 δισ. που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική Οικονομία την τελευταία 10ετία.
Αρκούν ωστόσο τα λεφτά; Τα χρήματα έχουμε δει και στο παρελθόν ότι δεν μπορούν να μας «σώσουν» εάν δεν συνοδεύονται από ένα καλά οργανωμένο σχέδιο. Υπάρχει το εν λόγω σχέδιο; Με τρόπο ξεκάθαρο και διαφανές δεν έχει παρουσιαστεί τέτοιο κείμενο. Υπάρχει το σχέδιο Πισσαρίδη, αλλά ουδέποτε υιοθετήθηκε ως το σχέδιο της ανάκαμψης.
Σε ένα τέτοιο σχέδιο οι εξαγωγές θα κατείχαν κεντρική θέση. Θα περιλάμβανε όλες τις λεπτομέρειες για το πώς θα δημιουργούνταν ένα καλό ποιοτικά προϊόν, σε τομέα που η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και σε τιμή ανταγωνιστική του αντίστοιχου ομοειδούς προϊόντος μιας ανταγωνίστριας χώρας. Για να γίνει αυτό δεν αρκούν ευχολόγια ή δήθεν σκληρές αποφάσεις. Το παρά να δείγμα των πρώτων χρόνων των μνημονίων όπου οι υψηλές σε σχέση με την παραγωγικότητα αμοιβές, έδωσαν τη θέση τους σε υψηλούς φόρους και εισφορές αυξάνοντας το μη μισθολογικό κόστος, δείχνει το τι ακριβώς δεν πρέπει να κάνουμε.
Χρειάζεται πλάνο τομεακό, ανά προϊόν και ανά περιφέρεια, που θα περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές του κόστους ενός προϊόντος. Στο σύγχρονο διεθνοποιημένο εξαγωγικό εμπόριο, δεν αρκεί να παράγεις ένα καλό προϊόν, πρέπει αυτό να βγαίνει σε τιμή καλύτερη ή ίση των ανταγωνιστών. Για να το πετύχεις αυτό, χρειάζονται επενδύσεις, συνεργασίες, μεγαλύτερο μέγεθος επιχειρήσεων και άρση κάθε είδους αγκύλωσης που προκαλούν αυτό που λέμε στην οικονομία «κρυφό κόστος». Είναι αυτό ακριβώς που φοβίζει κάθε επενδυτή.