του Χάρη Δούκα*
Ας ξεκινήσουμε με μερικές διαπιστώσεις.
Παρά την προσπάθεια προώθησης καθαρών πηγών ενέργειας (όπως η ηλιακή ενέργεια), τα ορυκτά καύσιμα καταλαμβάνουν σήμερα το 80% της τελικής χρήσης παγκοσμίως. Ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί, σε επίπεδο ρητορείας, την πρώτη προτεραιότητα, στην πράξη η κατανάλωση ενέργειας έχει αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με το 1995. Και αν το 2020, λόγω πανδημίας, υπήρξε μία σημαντική πτώση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το 2019 υπήρξε ρεκόρ εκπομπών, όντας κατά 62% αυξημένες σε σχέση με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή (1990). Μάλιστα, τα μέχρι στιγμής δεδομένα του 2021 δείχνουν νέο ετήσιο ρεκόρ. Και οι πιέσεις αυτές δεν αφορούν μόνο στο φυσικό περιβάλλον αλλά και στις κοινωνικές ανισότητες (που αυξάνονται δραματικά), δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, χωρίς ιστορικό προηγούμενο.
Τί συμβαίνει λοιπόν και κινούμαστε στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που επιθυμούμε;
Το πρόβλημα εδράζεται στη βασική παραδοχή του σημερινού αφηγήματος. Η επικρατούσα πεποίθηση είναι ότι μπορούμε να έχουμε οικονομική μεγέθυνση διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα φυσικά οικοσυστήματα δεν θα υποβαθμίζονται, αλλά θα εξακολουθούν να παρέχουν τους πόρους και τις υπηρεσίες στις οποίες βασίζεται η ευημερία μας. Οι κεντρικές πολιτικές στρατηγικές (π.χ. η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών) δομήθηκαν σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή, της δυνατότητας δηλαδή αποσύνδεσης της οικονομικής ανάπτυξης από την (υπερ) εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Oι σχετικές επιστημονικές μελέτες δεν τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο. Αποδεικνύουν αντίθετα πως η οικονομική μεγέθυνση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση σχετίζονται έντονα. Το αποτύπωμα δηλαδή των υλικών αγαθών, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν αυξηθεί ραγδαία στην πάροδο των χρόνων. Και ενώ η αύξηση του πληθυσμού ήταν η κύρια αιτία της αυξανόμενης κατανάλωσης της περιόδου 1970 – 2000, η εμφάνιση μιας εύπορης μεσαίας τάξης υπήρξε ο ισχυρότερος μοχλός αργότερα. Επιπλέον, η τεχνολογική ανάπτυξη έχει μέχρι στιγμής συνδεθεί με αυξημένη κατανάλωση, παρά το αντίστροφο.
Εάν λοιπόν η οικονομική μεγέθυνση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πίεση στους φυσικούς πόρους, μήπως η επαναχρησιμοποίηση τους εντός της οικονομίας είναι η λύση;
Πράγματι, οι πολιτικές κυκλικής οικονομίας, μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στη βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων, στην επαναχρησιμοποίηση και στην ανακύκλωση υλικών. Όμως, και εδώ οι μελέτες δείχνουν πως, σε κλίμακα ολόκληρης της οικονομίας, μόνο το 12% των υλικών που εισρέουν στην ΕΕ-27 ανακυκλώνονται. Ενώ τα ποσοστά ανακύκλωσης υλικών όπως πλαστικά, χαρτί, γυαλί και μέταλλα μπορούν – και πρέπει – να αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό, ο δρόμος παραμένει μακρύς. Επιπλέον, η υψηλή απόδοση και οι χαμηλοί ρυθμοί ανακύκλωσης φαίνεται να αποτελούν προϋποθέσεις διατήρησης της σημερινής οργανωτικής και αναπτυξιακής δομής των κοινωνιών μας.
Τα παραπάνω επισημαίνουν πως είναι ανάγκη να ξανασκεφτούμε τις κοινωνικές έννοιες της προόδου και της ανάπτυξης, με όρους ευρύτερους από την κατανάλωση και την οικονομική μεγέθυνση (κατά ΑΕΠ).
Νέα επιστημονικά υποδείγματα και κοινωνικά κινήματα «μετα-ανάπτυξης» έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται σε μία άλλη κατεύθυνση. Η έμφαση σε αυτά αποδίδεται σε αξίες όπως η ατομική και κοινωνική ελευθερία, η περιβαλλοντική ισορροπία και η κοινωνική και διαγενεακή δικαιοσύνη. Πρότυπες κοινότητες ανά τον κόσμο ζουν με αρχές λιγότερο υλιστικές, καταναλώνουν λιγότερα και επανα-νοηματοδοτούν το «ευ ζην» στην απλή ζωή, που μειώνει το προσωπικό άγχος, τις περιβαλλοντικές πιέσεις και δημιουργεί μία άλλη συμφιλίωση με την φύση.
Εναλλακτικοί δείκτες μέτρησης προόδου έχουν επίσης αναπτυχθεί και εφαρμόζονται πιλοτικά (πέραν του ΑΕΠ), όπως ο γνήσιος δείκτης προόδου, η παγκόσμια βιοχωρητικότητα, η ακαθάριστη εθνική ευτυχία. Πρόκειται για δείκτες περισσότερο ολιστικούς, που συμπεριλαμβάνουν ζωτικές, εγγενείς περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες.
Στην οικονομική επιστήμη αναδύονται καινούργια υποδείγματα οικολογικών μακροοικονομικών χωρίς ανάπτυξη ή αποανάπτυξης. Οι υπέρμαχοι τους υποστηρίζουν πως η συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης μπορεί να αυξήσει την ευημερία των ανθρώπων, βοηθώντας παράλληλα στην εδραίωση βιώσιμων συνθηκών διαβίωσης και περιβαλλοντικής ισορροπίας στον πλανήτη.
Πόλεις όπως το Άμστερνταμ ανασχεδιάζονται στη βάση εναλλακτικών θεωριών, όπως τα “Donuts Economics” της Kate Raworth. Οι 2 ομόκεντροι κύκλοι της Raworth, που μοιάζουν με ντόνατς, αποτελούν τα όρια που πρέπει να κινούμαστε. Ο εσωτερικός κύκλος αφορά στα απαραίτητα προς το ζην (όπως φαγητό, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), ενώ ο εξωτερικός εξασφαλίζει ότι δεν πιέζονται υπερβολικά τα ζωτικά συστήματα της Γης (όπως το κλίμα και η βιοποικιλότητα). Αυτή η θεωρία διαμόρφωσε και νέες έννοιες, όπως της «Ενεργειακής Επάρκειας», που περιγράφει πώς η ενέργεια διατηρείται σε ένα «πράσινο» και ασφαλές καταφύγιο, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα την παραδοσιακή αντίληψη της ενεργειακής αποδοτικότητας. Δεν αρκεί δηλαδή να είναι κάποιος περισσότερο αποδοτικός, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να ζητάει λιγότερη ενέργεια για να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του.
Συνακόλουθα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν μπορούν να απομειωθούν ή να αντισταθμιστούν από την αύξηση κανενός ΑΕΠ.
Είναι θέμα χρόνου ένα νέο, περισσότερο συμπεριληπτικό, κοινωνικό αφήγημα να επικρατήσει, αντικαθιστώντας το σημερινό. Ποιο θα είναι αυτό, μένει να απαντηθεί.
*Αν. Καθηγητής ΕΜΠ