του Μιλτιάδη Νεκτάριου*
Eνώ οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες ανέπτυξαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων στην περίοδο 1975 1995, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η Κυρίαρχη αριστερή ατζέντα της πολιτικής, με την αγαστή συνεργασία πολιτικών και συνδικαλιστών, είχε αποβάλει τη λέξη «Κεφάλαιο» και τα παράγωγή του από τον δημόσιο διάλογο. Η πρόσφατη νομοθέτηση της Κεφαλαιοποίησης των επικουρικών συντάξεων, η οποία βασίζεται στους Ατομικούς Λογαριασμούς των ασφαλισμένων, θα δημιουργήσει μια σειρά νέων δεδομένων στη λειτουργία του συστήματος συντάξεων, που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματική λειτουργία του νέου συστήματος. Οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται καθημερινά για την αξία που έχει συσσωρευθεί στον Ατομικό τους λογαριασμό. Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση εκσυγχρονισμού στους πολίτες και θα τους προδιαθέσει ευνοϊκά για τις επόμενες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα, θα εκμηδενίσει τη μόνιμη τάση των πολιτικών κομμάτων να «παίζουν» με τα αποθεματικά του Ταμείου ή να εισηγούνται ευνοϊκές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων.
Για την καταξίωση του νέου θεσμού της κεφαλαιοποίησης των Επικουρικών Συντάξεων, θα πρέπει να δοθεί ύψιστη σημασία στην οργάνωση και λειτουργία του νέου Ταμείου. Τρία καίρια θέματα χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή: (α) το κόστος διαχείρισης των αποθεματικών, (β) η διαχείριση των επενδυτικών κινδύνων, και (γ) ο τρόπος και ο τόπος της επένδυσης των αποθεματικών.
Στο πρώτο θέμα είναι γνωστό ότι μια ετήσια επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας κατά 1% μειώνει τη συσσώρευση κεφαλαίου κατά 20% στη διάρκεια μιας εργασιακής ζωής. Οι διεθνείς συγκριτικές αναλύσεις δείχνουν ότι τα κόστη διαχείρισης στις λιανικές αγορές κεφαλαίων κυμαίνονται μεταξύ 0,8% και 1,5% των αποθεματικών του συστήματος. Για τα μεγάλα ταμεία συντάξεων, το κόστος λειτουργίας μειώνεται στο 0,5% των αποθεματικών. Αυτά τα δεδομένα συνεπάγονται ότι ενώ στην πρώτη περίπτωση η παροχή μειώνεται κατά 15-30%, στη δεύτερη περίπτωση η μείωση περιορίζεται σε λιγότερο από 10%. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη χώρα μας, ο μεγαλύτερος θεσμικός επενδυτής στον χώρο των συντάξεων -n ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών - λειτουργεί με κόστη στο 0,5% των αποθεματικών.
Το δεύτερο θέμα αναφέρεται στη στρατηγική των επενδύσεων που πρέπει να ακολουθούν τα κεφαλαιοποιημένα ταμεία συντάξεων ώστε να ελαχιστοποιούν τους επενδυτικούς κινδύνους για τους ασφαλισμένους, κατά τη διάρκεια της συσσώρευσης των αποθεματικών στην περίοδο των 35-40 ετών της εργασιακής ζωής. Οι «καλύτερες πρακτικές» που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς από τους διαχειριστές των ταμείων συντάξεων είναι: (α) η διενέργεια μελετών ανάλυσης Ενεργητικού-Παθητικού σε όλο το ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο, (β) Οι επενδύσεις για τις πρώτες δεκαετίες να γίνονται κυρίως σε Index Funds Μετοχών, (γ) στη τελευταία δεκαετία πριν από τη συνταξιοδότηση οι επενδύσεις να μεταφέρονται σε Funds Ομολόγων, και (δ) στην περίοδο συνταξιοδότησης να είναι διαθέσιμα προϊόντα μεταβλητών παροχών (Variable annuities).
Το τρίτο θέμα αφορά στον τρόπο και τον τόπο των επενδύσεων των αποθεματικών των ταμείων συντάξεων. Η αδιαπραγμάτευτη θέση πρέπει να είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα ανάμειξης στη διαχείριση των αποθεματικών, Η σταδιακή συσσώρευση των αποθεματικών της Επικουρικής Ασφάλισης θα συμβάλει στην ανάπτυξη της θεσμικής αποταμίευσης και, επομένως, στην αντιμετώπιση του μόνιμου δομικού οικονομικού προβλήματος της χαμηλής εθνικής αποταμίευσης, Η τάση αυτή θα ενισχυθεί περαιτέρω, όταν, στην επόμενη μεταρρύθμιση της Επικουρικής Ασφάλισης, η κεφαλαιοποίηση επεκταθεί στο σύνολο των ασφαλισμένων. Εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως περιγράφονται παραπάνω, τότε σταδιακά η χώρα θα αποκτήσει τα απαραίτητα κεφάλαια, μετά το 2030, για να χρηματοδοτήσει τη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και να επαναγοράσει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσιες επιχειρήσεις που την τελευταία δεκαετία πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα, «ΤΑ ΝΕΑ»