του Παναγιώτη Παπάζογλου*
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μετά την ύφεση που προκάλεσε η Covid-19. Ο ρόλος αυτός καθίσταται πλέον ακόμη κρισιμότερος, ενόψει της μοναδικής ευκαιρίας που συνιστούν για τη χώρα μας οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η φετινή τρίτη έκδοση της έρευνας της ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα εξετάζει την εικόνα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού ενώ, συγχρόνως, αναλύει πώς οι ισχυρές τάσεις που μετασχηματίζουν σήμερα την παγκόσμια οικονομία επηρεάζουν την ελκυστικότητά της.
Είναι σαφές ότι η εικόνα της χώρας βελτιώθηκε εντυπωσιακά στη διάρκεια του τελευταίου έτους, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται για πρώτη φορά μεταξύ των 10 πιο ελκυστικών προορισμών για ΑΞΕ στην Ευρώπη - αμέσως μετά τις ισχυρότερες οικονομίες της ηπείρου. Συγχρόνως, 62% των επιχειρήσεων του δείγματος, από 38% πέρυσι, ανέφεραν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα ως επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί κατά τον τελευταίο χρόνο, 75% εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία, ενώ 34% σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα κατά τον επόμενο χρόνο.
Πέραν, όμως, από αυτούς τους βασικούς δείκτες, θέλω να σταθώ σε δύο κρίσιμα ποιοτικά στοιχεία:
1.Πρώτον, 71% θεωρούν ότι η Ελλάδα σήμερα εφαρμόζει μια πολιτική ελκυστικότητας που προσελκύει παγκόσμιους επενδυτές, γεγονός που αποδίδεται στην άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών και όχι απλώς στη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας.
2.Δεύτερον, η βελτίωση όλων των δεικτών της έρευνας προέρχεται και από επιχειρήσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα επενδυτική παρουσία στη χώρα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πολιτικές που εφαρμόζουμε προσλαμβάνονται θετικά από το σύνολο της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας.
Οι επιχειρήσεις που έχουν ήδη επενδύσει στην Ελλάδα μπορούν να λειτουργήσουν ως πρεσβευτές, προβάλλοντας τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί. Είναι, όμως, προφανές ότι εάν θέλουμε να αυξήσουμε σημαντικά τις ξένες επενδύσεις αλλά και να τις διαφοροποιήσουμε, πρέπει να απευθυνθούμε και στην πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή των επιχειρήσεων που δεν έχουν σήμερα ενεργή παρουσία στη χώρα.
Σε όλη την Ευρώπη, υπό την επίδραση της πανδημίας, κυριαρχούν δύο ισχυρές τάσεις που θα αλλάξουν τον επενδυτικό χάρτη: η στροφή προς την ψηφιακή οικονομία και η βιωσιμότητα. Ο ρυθμός του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης της χώρας θα αποτελέσουν τους καταλύτες όχι μόνο για την αύξηση των επενδυτικών ροών αλλά και για τη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων.
Στους τομείς αυτούς, η έρευνά μας δείχνει ότι καταγράφουμε πρόοδο αλλά έχουμε περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης. Βαθμολογούμαστε θετικά ως προς ορισμένους δείκτες που συνδέονται με την τεχνολογία, όπως οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (76%) ή η υποστήριξη της Πολιτείας για την υλοποίηση της ψηφιακής ατζέντας (75%), όμως λιγότερο θετικά σε άλλους, όπως η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι πολιτικές της χώρας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή αξιολογούνται θετικά από το 58% των ερωτώμενων, επίδοση που οφείλουμε να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε.
Βλέπουμε, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, μια αλλαγή του μίγματος των επενδύσεων, με πιο χαρακτηριστική την εκτίναξη της συμμετοχής της έρευνας και ανάπτυξης στο 18% στην Ελλάδα για το 2020, έναντι 10% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μπορούμε να προσελκύσουμε ακόμη περισσότερες επενδύσεις στους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας, της καινοτομίας και της έρευνας, αξιοποιώντας και ενισχύοντας περαιτέρω το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ρωτήθηκαν οι συμμετέχοντες στην έρευνά μας ποιοι τομείς θα πρωταγωνιστήσουν στην ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια, ένας στους τέσσερις (26%, έναντι 14% πέρυσι) κατέδειξε την ψηφιακή οικονομία.
Χρειαζόμαστε, επίσης, επενδύσεις στους τομείς που συνδέονται με τη βιωσιμότητα και την κλιματική αλλαγή, όπου η χώρα μας καταγράφει παραδοσιακά σημαντική υστέρηση. Μπορούμε να το πετύχουμε, με βάση το εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα που έχουμε εξαγγείλει για την απολιγνιτοποίηση, την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη διαχείριση των απορριμμάτων, την ανακύκλωση, κ.ά., αξιοποιώντας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και του νέου ΕΣΠΑ.
Η βιώσιμη και ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία αποτελεί ένα στοίχημα για την Ελλάδα σε αυτή τη νέα δεκαετία που διανύουμε. Ο δρόμος προς την επιτυχία δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Με σύνεση, επιμονή και καθαρή στόχευση, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις προκλήσεις του σήμερα ως ευκαιρίες για το αύριο, ώστε να προσελκύσουμε ακόμη πιο ποιοτικές επενδύσεις, οι οποίες θα μετασχηματίσουν την οικονομία και την κοινωνία μας, δημιουργώντας προστιθέμενη, μακροπρόθεσμη αξία για όλους και αφήνοντας μια καλύτερη Ελλάδα για τις επόμενες γενιές.
*Διευθύνων Σύμβουλος της EY Ελλάδος