του Βασίλη Καραμούζη*
Σε λίγους μήνες συμπληρώνουμε 2 χρόνια από το ξέσπασμα της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης των τελευταίων 100 ετών, της πανδημίας του COVID-19, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο και στην ελληνική οικονομία.
«Κάθε κρίση κρύβει και μια ευκαιρία» είναι μια φράση που συχνά ακούμε σε περιόδους κρίσεων. Το σημαντικό βέβαια δεν είναι απλά να ελπίζεις ότι η κρίση θα γεννήσει ευκαιρίες, αλλά να δημιουργήσεις τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την εκμετάλλευση των ευκαιριών και τη γρήγορη έξοδο από την κρίση.
Η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία και το κατάλληλο εργαλείο για να οδηγηθεί σε έναν κύκλο ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης, με σημαντική αύξηση των επενδύσεων, βελτίωση της παραγωγικότητας, ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), το ειδικό αναπτυξιακό εργαλείο που σχεδιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων και συνεπειών της κρίσης του COVID-19 στην Ενωση μέσω ενός εκτεταμένου πλαισίου επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που συνέταξε ένα πλήρες και εμπεριστατωμένο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το «Ελλάδα 2.0», το οποίο εγκρίθηκε επίσημα τον περασμένο Ιούνιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το «Ελλάδα 2.0» διαθέτει ένα τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα ύψος πόρων που ανέρχεται σε 31 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αποδέκτες κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης στην ευρωζώνη.
Η χώρα μας έχει μια μοναδική ευκαιρία να αντλήσει τα μέγιστα οφέλη από την αξιοποίησή του, αλλάζοντας το «επιχειρηματικό μοντέλο» της χώρας μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αντιστοιχούν σε άνω του 15% του προ κρίσης ΑΕΠ (2019). Το ποσό αυτό αναμένεται να μοχλευθεί με τραπεζικά και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει συνολικές επενδύσεις περί τα 60 δισ. ευρώ μέχρι το 2026.
Τα 31 δισ. ευρώ πόρων του Ταμείου συνίστανται από 18 δισ. ευρώ που θα δοθούν με τη μορφή επιδοτήσεων και περίπου 13 δισ. ευρώ τα οποία θα δοθούν ως δάνεια με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, το οποίο αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 0,25% και 0,5% ετησίως. Προκειμένου να μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα έργο από το Ταμείο, θα πρέπει να συμβάλει στους στόχους ενός ή περισσότερων από τους πυλώνες του.
Αυτοί είναι η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η απασχόληση και κοινωνική συνοχή, οι ιδιωτικές επενδύσεις και εν γένει ο μετασχηματισμός της οικονομικής δραστηριότητας μέσω υποδομών για το σκέλος των επιδοτήσεων, ενώ για το σκέλος των δανείων αυτοί είναι η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία – έρευνα και ανάπτυξη, η εξωστρέφεια και η αύξηση μεγέθους των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και συνεργασιών.
Το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων του Ταμείου θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις του δημόσιου τομέα, με σημαντικά όμως πολλαπλασιαστικά οφέλη για τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, σειρά από μικρότερου προϋπολογισμού προσκλήσεις επιδοτήσεων θα αφορούν και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως ενδεικτικά το «Εξοικονομώ Επιχειρώντας» και ο «Ψηφιακός μετασχηματισμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων», που περιλαμβάνουν δράσεις ενεργειακής και ψηφιακής αναβάθμισης εγκαταστάσεων και εξοπλισμού.
Στο σκέλος των δανείων, τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα διοχετευθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος και θα συνοδεύονται από συγχρηματοδότηση από τις εμπορικές τράπεζες. Μια ενδεικτική δομή χρηματοδότησης αναμένεται να απαρτίζεται από 50% δάνειο Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, 30% δάνειο συγχρηματοδότησης από εμπορική τράπεζα (co-financing) και 20% ιδία συμμετοχή του φορέα της επένδυσης.
Βάσει του προϋπολογισμού και των δράσεών του, εκτιμάται ότι το Ταμείο θα αυξήσει κατά 30% τουλάχιστον τον μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και θα οδηγήσει τις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε επίπεδα συμβατά με τον μ.ό. της ΕΕ έως το 2026-2 με βασικούς κλάδους έμφασης:
l Ενέργεια – με εκτιμώμενες ανάγκες για επενδύσεις της τάξης των €50 δισ. την επόμενη 10ετία, το ΤΑΑ αναμένεται να στηρίξει την ενεργειακή μετάβαση σε ένα πιο πράσινο πρότυπο, καθώς η σφοδρότητα της κλιματικής αλλαγής επιβάλλει άμεσες λύσεις.
l Πληροφορική – αναμφισβήτητα είναι ο κλάδος της επόμενης ημέρας, με πολύ μεγάλο χώρο για αποδοτικές επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς η υστέρηση της χώρας μας είναι σημαντική τόσο όσον αφορά το μέγεθος του κλάδου πληροφορικής (3% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 5% στην ΕΕ) όσο και το επίπεδο ψηφιακής ετοιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
l Bιομηχανία – μας εξέπληξε θετικά στην κρίση της πανδημίας και απέδειξε ότι έχει όλα τα εχέγγυα να κερδίσει μερίδια στις διεθνείς αγορές και να αυξήσει τις εξαγωγές μας κατά €10-15 δισ. έως το 2026.
l Τουρισμός – περαιτέρω ανάπτυξη και στροφή προς ένα βιώσιμο πρότυπο τουρισμού υψηλής προστιθέμενης αξίας.
l Κατασκευές – αναμένεται η συνεισφορά της κατασκευής υποδομών στην οικονομία να επανέλθει ύστερα από σχεδόν μια 20ετία κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πάρα ταύτα, σημειώνεται ότι σχεδόν όλοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους λόγω άμεσης ή έμμεσης επίδρασης του Ταμείου, με το μεγαλύτερο όφελος να αποκομίζουν φυσικά όσες επιχειρήσεις κινηθούν έγκαιρα και καταφέρουν να ευθυγραμμίσουν τα επενδυτικά τους σχέδια με τις προτεραιότητες του Ταμείου.
Στην προσπάθεια αυτή οι επιχειρήσεις θα έχουν πολύτιμο αρωγό τους τις τράπεζες. Σε αυτό το πλαίσιο η Εθνική Τράπεζα είναι ήδη έτοιμη να παρέχει ταχύτητα στην έγκριση και υλοποίηση μέσω ειδικών διαδικασιών, γνώση ως προς την αποτελεσματική αξιοποίηση του Ταμείου και των περιφερειακών δράσεων μέσω εξειδικευμένης ομάδας συμβούλων πελατείας και εν γένει κάλυψη του συνόλου των χρηματοδοτικών και μη χρηματοδοτικών αναγκών των πελατών μέσω ενός ολοκληρωμένου πλαισίου λύσεων, του «ΕΘΝΙΚΗ 2.0».
*γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας
**πρώτη δημοσίευση: www.tovima.gr