του Ηλία Ε. Ξηρουχάκη*
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαχειριστεί κανείς την πρόοδο. Συνήθως οι περισσότεροι επιλέγουν να μετρούν επιδόσεις, να θέτουν υψηλούς στόχους, να αναζητούν τα οφέλη. Κι όμως αυτό που αλλάζει συνήθως την πραγματική αγορά, δεν είναι οι επιδιώξεις, οι στόχοι και τα κέρδη, αυτό που αλλάζει την εποχή και την συγκυρία είναι ότι εξελίσσονται και μετασχηματίζονται οι κίνδυνοι που εάν δεν αντιμετωπιστούν κατάλληλα, δύνανται να καταστούν ανεξέλεγκτοι και να αποβούν καταστροφικοί.
Σήμερα, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι αντιμετωπίζουμε νέους κινδύνους καθώς το τραπεζικό σύστημα καλείται να διαχειριστεί μια νέα τους πολυδιάστατη μορφή, αυτή του ESG. Κίνδυνοι που πηγάζουν από τις επιπτώσεις χρηματοδοτικών και επενδυτικών επιλογών στο περιβάλλον, την κοινωνία και την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης (Environment, Society, Governance – ESG), και τους οποίους καλούνται να αναγνωρίσουν, να αναλύσουν, να παρακολουθήσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά καθώς αλλάζει η μορφή και το εύρος επικινδυνότητας της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Το κυρίως αντικείμενο των τραπεζών διαχρονικά είναι η διαχείριση πληθώρας κινδύνων αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. Οι κίνδυνοι δεν αφορούν μόνον την πιστοληπτική δυνατότητα ( και την εξέλιξη αυτής) των πελατών αλλά και των ίδιων των τραπεζικών οργανισμών. Και δεν πρόκειται για κινδύνους που πηγάζουν μόνο από επιχειρηματικές δραστηριότητες πελατών τους, της οικονομίας και των αγορών αλλά την κλιματική αλλαγή, την κατάσταση του περιβάλλοντος, τις προτεραιότητες των εποπτικών αρχών, την υιοθέτηση βέλτιστων αρχών εταιρικής διακυβέρνησης (όπως η πολυμορφία και τα ενδιαφέροντα μερών στο περιβάλλον των εταιρειών, στους πελάτες, την τοπική κοινωνία) και την εταιρική κοινωνική ευθύνη.
Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν οι τράπεζες δεν είχαν την υποχρέωση να προσαρμοστούν σε ένα τόσο ευρύ και τόσο επιτακτικό σύνολο κινδύνων. Η σημερινή ιδιαιτερότητα είναι ότι πρέπει μεν να προσαρμόσουν την λειτουργία τους στις νέες συνθήκες αλλά παράλληλα οφείλουν να παρακολουθούν και την αντίστοιχη προσαρμογή και συμμόρφωση των πελατών τους σε αυτές.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) (Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και η κλιματική αλλαγή 2020/2021) μόλις το 18% των ελληνικών επιχειρήσεων έχει επενδύσει σε μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής, κάτι που απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (45%), και κατατάσσει ατυχώς την Ελλάδα στην τελευταία θέση προς το παρόν, μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ενδεικτικό της χαμηλής ιεράρχησης που τυγχάνει το περιβάλλον για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι ότι πολύ μικρό ποσοστό αυτών επενδύει σε μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, παρά το γεγονός ότι από τέτοιες επενδύσεις προκύπτει πολλαπλό οικονομικό και περιβαλλοντικό όφελος.
Ουσιαστικά οι τράπεζες πρέπει να συμβάλλουν στην «επανεκπαίδευση» των συναλλασσόμενων και πιστοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, ώστε να αποσπάσουν οφέλη από τον περιορισμό εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, την εξοικονόμηση ενέργειας και επομένως τη μείωση του κόστους λειτουργίας και την ασφάλεια εφοδιασμού ενέργειας.
Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι προκλήσεις δεν αφορούν μόνον τις ελληνικές τράπεζες αλλά συνολικά τα τραπεζικά ιδρύματα της ευρωζώνης, τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους επενδυτικούς οργανισμούς. Όλοι αυτοί οι φορείς αντιμετωπίζουν πλειάδα από χρηματοοικονομικούς αλλά και φυσικούς κινδύνους που προέρχονται από την κρίση του περιβάλλοντος. Και ενώ το επενδυτικό ενδιαφέρον για βιώσιμη και πράσινη χρηματοδότηση είναι εντονότερο από ποτέ, αναπτύσσονται παράλληλα νέες αθέμιτες πρακτικές, όπως η παραπλάνηση καταναλωτών με προϊόντα που διεκδικούν τον χαρακτηρισμό «φιλικό προς το περιβάλλον» χωρίς να είναι, που αξίζουν την προσοχή μας.
Οι ελληνικές τράπεζες, έχουν υιοθετήσει την ανάγκη αντιμετώπισης των νέων προκλήσεων. Χρειάζεται όμως σχέδιο άμεσης εφαρμογής για την αξιολόγηση των θεμάτων αλλά και την κάλυψη των κενών πληροφόρησης και στοιχείων που είναι πολλά καθώς οφείλουμε πλέον να καταγράφουμε και να αξιοποιούμε στοιχεία για ζητήματα που βρίσκονταν μακριά από το παραδοσιακό τραπεζικό ενδιαφέρον. Τώρα οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν τις δυνατότητες καταγραφής, μέτρησης, αξιολόγησης κινδύνων που σχετίζονται με την κρίση περιβάλλοντος. Να «μετρούν» την άμεση ή έμμεση εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, να θέτουν στόχους μείωσης εκπομπών αερίου στο προσεχές μέλλον. Να γνωρίζουν τους παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν ζημιές σε πελάτες που έχουν χρηματοδοτήσει ή στις εγκαταστάσεις τους που είναι εκτεθειμένες σε περιβαλλοντολογικούς κινδύνους. Απαιτούνται μεθοδολογίες, υποδείγματα και πρότυπα που θα ενσωματώνουν νέες εποπτικές απαιτήσεις. Και επειδή οι μέθοδοι αυτοί θα είναι διεθνείς, οφείλουμε να παρακολουθούμε στενά και να ακολουθούμε από κοντά τις εξελίξεις.
Κατ’ ουσία η τραπεζική δραστηριότητα σύντομα θα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Με νέες προτεραιότητες, με διαφορετική αντίληψη στην αντιμετώπιση των κινδύνων που έχουν αναληφθεί, με μεγαλύτερη ευθύνη για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αλλά και με εντατικότερη διεθνή συνεργασία. Οι κίνδυνοι που καλούνται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διαχειριστούν δεν περιορίζονται πλέον από εθνικά σύνορα. Αυτή άλλωστε είναι μια επιπλέον διάσταση της περιβαλλοντικής κρίσης που βιώνουμε, καθώς προϋποθέτει στενότερη παγκόσμια συνεργασία για να αντιμετωπιστεί συνολικά και με επάρκεια.
*Διευθύνων Σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)