της Γεωργία Σταματέλου*
Μετά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, είναι κοινός τόπος ότι βρισκόμαστε σε μία πολύ καλή στιγμή για την ελληνική οικονομία. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα για να εξαλείψουμε τους παράγοντες που μας κάνουν λιγότερο ανταγωνιστικούς και για πρώτη φορά έπειτα από πάρα πολλά χρόνια βλέπουμε μία προσπάθεια και στη φορολογία να στηριχθούν στρατηγικές επιλογές οι οποίες αναδεικνύουν τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Αυτό επιβεβαιώνεται από το ενδιαφέρον που βλέπουμε από το εξωτερικό για το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων που έχει ήδη ξεκινήσει και που όλοι ελπίζουμε να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα μέσα στο 2022.
Δύο σημαντικές αλλαγές που έχουν γίνει την τελευταία διετία αναιρούν σημαντικά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα που είχε η ελληνική οικονομία σε σχέση με τις οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η πρώτη είναι τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα για φυσικά πρόσωπα τα οποία επιλέγουν να υιοθετήσουν την Ελλάδα ως τόπο φορολογικής κατοικίας. Εδώ συμπεριλαμβάνονται τα φυσικά πρόσωπα υψηλού πλούτου με διατάξεις που ψηφίστηκαν τον Δεκέμβριο 2019, συνταξιούχοι με διατάξεις που ψηφίστηκαν το καλοκαίρι του 2020 αλλά και το ειδικό καθεστώς για την προσέλκυση στελεχών από το εξωτερικό που ψηφίστηκε στο τέλος του 2020 και που αναμένεται να αποτελέσει το μεγάλο όπλο στη φαρέτρα της ελληνικής κυβέρνησης στον πόλεμο του Brain Gain.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα πολύ όμορφη, γεμάτη φως και ιστορία, ασφαλής, με πολύ λογικό κόστος ζωής και με πολλές επιλογές για ποιότητα ζωής. Δεν υστερεί σε τίποτα από τη Μάλτα, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Και με τα νέα αυτά καθεστώτα είναι και πάρα πολύ ανταγωνιστική όσον αφορά το φορολογικό κόστος για τα εισοδήματα αλλοδαπής, καθώς προβλέπεται ένα κατ’ αποκοπή ποσό φόρου της τάξεως των 100.000 ευρώ για την περίπτωση των φυσικών προσώπων υψηλού πλούτου, ενιαίος χαμηλός φορολογικός συντελεστής 7% για την περίπτωση των συνταξιούχων και σημαντικές εκπτώσεις εισοδήματος της τάξεως του 50% για το εισόδημα από μισθωτές εργασίες για τα στελέχη που έρχονται ή επιστρέφουν για να εργαστούν στη χώρα. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ενδιαφερομένων παρά την πανδημία για να έρθουν και να ζήσουν, να ξοδέψουν και να επενδύσουν στην Ελλάδα με σημαντικά, πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα στην οικονομία μας.
Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι η απαλλαγή των νομικών προσώπων από τον φόρο κεφαλαιακών κερδών για την πώληση συμμετοχών, το περίφημο «participation exemption», που ψηφίστηκε και αυτό τον Δεκέμβριο του 2019. Μια απαλλαγή που τη συναντήσαμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και που τις προηγούμενες δεκαετίες έκανε θαύματα για τις οικονομίες της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Κύπρου. Αυτή η αλλαγή στον ελληνικό φορολογικό νόμο ανέτρεψε το ανταγωνιστικό μας μειονέκτημα και μας έδωσε τη δυνατότητα να συζητάμε με τους ξένους επενδυτές την έννοια της ελληνικής Holding. Αυτό σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που μπορεί να βρει ένας επενδυτής αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα θεωρούμε ότι θα μπορέσει να λειτουργήσει σαν ένα πολύ δυνατό χαρτί για την προσέλκυση κεφαλαίων ειδικά από τρίτες χώρες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ως την πύλη εισόδου τους στην Ευρώπη.
*γενική διευθύντρια, επικεφαλής Φορολογικών και Νομικών Υπηρεσιών, KPM