των Σάββα Γ. Ρομπόλη και Βασίλειου Μπέτση*
Η ελληνική οικονομία το έτος 2020 παρουσίασε ύφεση της τάξης του -9,2%, το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 165,5 δις ευρώ και η ανεργία ήταν 16,4% (μέσος όρος έτους). Οι απασχολούμενοι τον Δεκέμβριο του 2020 ήταν 3,892 εκατομ. άτομα και οι άνεργοι 717.300 άτομα, ενώ ο μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός καταγράφηκε σε 3,269 εκατομ. άτομα. Δηλαδή, το εργατικό δυναμικό ήταν 4.609 εκατομ. άτομα και ο οικονομικά ενεργός και μη ενεργός πληθυσμός ήταν 7.879 εκατομ. άτομα.
Το 2021, η ελληνική οικονομία ξεπέρασε τις προβλέψεις και φαίνεται να ανακτά τα επίπεδα του 2019, δεδομένου ότι το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει αύξηση που θα προσεγγίζει το 8,5% (180 δις ευρώ) με το ΑΕΠ του 2019 να είναι 183 δις ευρώ. Στο ίδιο έτος, η στατιστική ανεργία του 11μηνου παρουσιάζεται στο επίπεδο του 15%, μειωμένη δηλαδή κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2021 οι απασχολούμενοι ήταν 4,118 εκατομ. άτομα, οι άνεργοι 615.400 άτομα και το εργατικό δυναμικό παρουσιάζεται αυξημένο στο επίπεδο των 4,733 εκατομ. ατόμων σε σχέση με το 2020. Αντίθετα, ο μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός καταγράφηκε στο επίπεδο των 3,130 εκατομ. ατόμων, δηλαδή ο συνολικός οικονομικά ενεργός και μη ενεργός πληθυσμός παρουσιάζεται μειωμένος στο επίπεδο των 7,863 εκατομ. ατόμων σε σχέση με το 2020.
Παράλληλα, από την αναλυτική επεξεργασία των συγκεκριμένων στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι το ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2021 ξεπέρασε αυτό του έτους προ της πανδημίας του 2019, παρόλο που ο τουρισμός από τον Ιούλιο του 2021 και μετά παρουσίασε σημαντική αύξηση. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαντική αύξηση του ΑΕΠ είναι συγκυριακή δεδομένου ότι δεν αντικατοπτρίζεται από την αντίστοιχη μείωση της ανεργίας, γεγονός που σημαίνει ότι η αύξηση αυτή οφείλεται στα προγράμματα στήριξης της οικονομίας και στην αυξημένη κατανάλωση η οποία ήταν απόρροια της αποταμίευσης που είχε δημιουργηθεί από τα lockdown.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται για το 2022
Στις συνθήκες αυτές το 2022, από την στιγμή που θα διακοπούν τα προγράμματα στήριξης και οι εργαζόμενοι που ήταν σε αναστολή εργασίας δεν θα καταγράφονται ως εργαζόμενοι και παράλληλα θα μειωθεί η καταναλωτική έξαρση δεν θα παρουσιάσει η ελληνική οικονομία την ίδια δυναμική δεδομένου ότι η συντελούμενη δυναμική δεν οφείλονταν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Επιπλέον παρατηρείται ότι ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό προσέγγισαν το 2021 το 55% με 60% των εσόδων του έτους 2019, το ΑΕΠ του 3ου τριμήνου του 2021 ξεπέρασε αυτό του έτους 2019 (50,5 δις ευρώ έναντι 49,5 δις ευρώ του αντίστοιχου 3ου τριμήνου του έτους 2019), δηλαδή η σημαντική αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται στο υψηλό επίπεδο της καταναλωτικής δαπάνης των τουριστών που επισκέφτηκαν την χώρας μας, μια δαπάνη που ίσως να μην είναι η ίδια κατά το επόμενο έτος. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις αυτές εκτιμάται ότι το ΑΕΠ κατά το 2022 θα διαμορφωθεί στα 186 δις ευρώ, δηλαδή θα παρουσιάσει μια αύξηση της τάξης του 2,8% και η στατιστική ανεργία θα παρουσιάσει μια μικρή μείωση 0,5 ποσοστιαίων μονάδων.
Παράλληλα, για το 2023 η εκτίμηση για το ΑΕΠ είναι ότι θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 189 δις ευρώ περίπου, δηλαδή αυξημένο κατά 2%. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο 206% (δεύτερη χώρα στην παγκόσμια κατάταξη) το 2021 από 211% το 2020. Για το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 199% του ΑΕΠ, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη το έλλειμμα που προκύπτει από το κόστος μετάβασης από την εφαρμογή της νέας κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, το οποίο σε παρούσες αξίες υπολογίζεται σε 78 δις ευρώ, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει την κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα στα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά ταμεία η παρούσα αξία της αναλογιστικής υποχρέωσης πρέπει να καταγράφεται στους ισολογισμούς του συγκεκριμένου(ων) ταμείου(ων). Ακριβώς το ίδιο ορίζουν και τα διεθνή λογιστικά πρότυπα του δημοσίου τομέα (IPSAS) για τα κεφαλαιοποιητικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία. Οπότε, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα του δημόσιου τομέα, το κόστος μετάβασης θα πρέπει να καταγράφεται στο χρέος της χώρας μας. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη αυτή την υποχρέωση, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί το 2022 στο 242% του ΑΕΠ και το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 235% του ΑΕΠ.
Η υγειονομική κρίση
Στην προοπτική αυτών των εξελίξεων, οι οποίες θα δημιουργήσουν συνθήκες δυσανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, προστίθενται επιπλέον η αβέβαιη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης και των επιπτώσεων της, η ανατίμηση των πρώτων υλών, της ενέργειας, των προϊόντων, των υπηρεσιών, του επιπέδου και της διάρκειας του πληθωρισμού, σε βαθμό που ακόμη και ένας υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο να μην αρκεί για να αντισταθμιστούν οι σοβαρές συνέπειες της μνημονιακής δεκαετίας και της περιόδου του κορονοϊού.
Οι εκτιμήσεις αυτές αναδεικνύουν την αναγκαιότητα του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα έτη, ο οποίος στις αναμενόμενες συνθήκες επιβάλλεται να επικεντρωθεί στην δυναμική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών μείωσης της ανεργίας κάτω του 10% και στην διαχείριση του υψηλού χρέους με πολιτικές που δεν θα υπονομεύουν την ανάπτυξη και την μείωση των ανισοτήτων στην ελληνική οικονομία μέσω της επιβολής μίας αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων.
Ο παράγοντας «μείωση του πληθυσμού»
Παράλληλα η ελληνική οικονομία θα έχει να αντιμετωπίσει και την συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού λόγω της μείωσης του πληθυσμού σύμφωνα με την μελέτη του Ageing Working Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία εκτιμάται ότι το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί κάτω από 4,5 εκατομ. άτομα μέχρι το 2030. Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή συζήτηση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 (Γαλλική προεδρία του ευρωπαϊκού συμβουλίου) για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας στην ευρωζώνη, απαιτείται να επικεντρωθεί στην στρατηγική προτεραιότητα επίτευξης υψηλών και σταθερών ρυθμών ανάπτυξης, στην αύξηση των παραγωγικο-τεχνολογικών και κοινωνικών επενδύσεων που δεν θα υπολογίζονται στο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και στην βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, περιθωριοποιώντας τις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ειδικότερα, η στρατηγική αυτή επιλογή συνάδει, μεταξύ των άλλων, με την προοπτική επίτευξης της βιωσιμότητας του χρέους στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η δομή του δημόσιου χρέους στην χώρα μας χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το 75% βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας(ESM) και η περίοδος αποπληρωμής του εκτείνεται μέχρι το 2070.
*ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου
*πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr