του Γιώργου Ξηρογιάννη*
Η πανδημία αναμφισβήτητα επιτάχυνε την ψηφιακή μετάβαση. Ομως η βιομηχανία, όπως και όλες οι σύγχρονες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, διατηρούν ψηλά στις προτεραιότητές τους τις ψηφιακές λύσεις, διαχρονικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επενδύσεις αυτές στην Ελλάδα ήταν περίπου στον μέσο όρο της ΕΕ ακόμα πριν από την πανδημία. Παραδείγματα συστημάτων Industry 4.0 είχαμε σε όλους τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους ακόμα και πριν από την πανδημία. Όμως, αυτά τα παραδείγματα δεν ήταν ο κανόνας. Οι περισσότερες ψηφιακές επενδύσεις ενσωμάτωναν ξεπερασμένες τεχνολογίες. Ενδεικτικά, μόνο το 3% των επιχειρήσεων επένδυε σε λύσεις τεχνητής νοημοσύνης μέχρι το 2019, έναντι 40% σε άλλες προηγμένες οικονομίες.
Σήμερα κάτι αλλάζει. Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προσανατολίζονται σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων, IoT, ρομποτικών αυτοματισμών. Η επιδίωξη του νέου ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης και του αναπτυξιακού νόμου για ταχύτερη ενσωμάτωση αυτών των τεχνολογιών στις επιχειρήσεις είναι στη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί με μέτρο σύγκρισης την ψηφιακή ωριμότητα πριν από την πανδημία να υπάρχει πρόοδος, αλλά με μέτρο σύγκρισης την υπόλοιπη ΕΕ οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ακόμα δρόμο να καλύψουν. Αυτό άλλωστε είναι το βασικό συμπέρασμα του ευρωπαϊκού δείκτη DESI 2021. Οι μετρήσεις δείχνουν μεν βελτίωση, αλλά η απόσταση της χώρας από το Industry 4.0 παραμένει σημαντική.
Η ψηφιακή μετάβαση πάντως δεν χρειάζεται να έχει το ίδιο περιεχόμενο για όλες τις επιχειρήσεις. Η ψηφιακή αναβάθμιση δεν έρχεται αναγκαστικά με λύσεις σύνθετης τεχνολογίας που μένουν αναξιοποίητες στην πράξη. Στην υπόλοιπη ΕΕ, τα αντίστοιχα χρηματοδοτικά εργαλεία παρέχουν ένα μενού επενδυτικών επιλογών στις επιχειρήσεις, ανάλογα με τον κλάδο, το μέγεθος και το είδος των πελατών τους. Ομοίως, το ελληνικό ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και ο αναπτυξιακός νόμος είναι χρήσιμο να διαθέσουν τους πόρους τους, έχοντας σταθμίσει προσεκτικά δύο αντίρροπες προκλήσεις. Από τη μια, την ανάγκη των επιχειρήσεων να προσαρμοστούν ταχύτερα στην 4η βιομηχανική επανάσταση. Από την άλλη, την αποφυγή της τεχνολογικής απομόνωσης για εκείνες τις επιχειρήσεις που χρειάζονται απλούστερα ψηφιακά συστήματα.
Συνεπώς, μια πρώτη προτεραιότητα των εργαλείων αυτών πρέπει να αφορά στην αναβάθμιση των βασικών ψηφιακών συστημάτων διοίκησης, ειδικά σε μικρότερες επιχειρήσεις. Με αυτές τις τεχνολογίες, βελτιώνονται βασικές λειτουργίες όπως ο προγραμματισμός της παραγωγής, η λογιστική διαχείριση, η αποθήκευση και η διανομή, η διαχείριση πελατών, το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Η δεύτερη προτεραιότητα πρέπει να αφορά στην αναβάθμιση των γραμμών παραγωγής με εξελιγμένο και ψηφιακά ελεγχόμενο βιομηχανικό εξοπλισμό. Οι τεχνολογίες αυτές περιέχουν ρομποτικούς αυτοματισμούς, διασυνδεδεμένες γραμμές παραγγελειοληψίας, τυποποίηση προϊόντων μέσω αισθητήρων, αλλά και λύσεις κυβερνο-ασφάλειας.
Η τρίτη προτεραιότητα πρέπει να εστιάσει ξεκάθαρα σε τεχνολογίες αιχμής για την ενδυνάμωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Πρέπει να περιλαμβάνει καινοτόμα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, 5G, blockchain, big data, IoT, επαυξημένη πραγματικότητα, digital twins.
Τέλος, η υποστήριξη της τοπικής κατασκευής τεχνολογιών αιχμής θα δώσει τη δυνατότητα συμπράξεων που μετασχηματίζουν την έρευνα σε εγχώρια οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
*αναπληρωτής γενικός διευθυντής ΣΕΒ