του Κωνσταντίνου Γκράβα*
Πριν από τέσσερις αιώνες, το 1667, το σουηδικό κράτος αναγκάστηκε να κλείσει την Τράπεζα της Στοκχόλμης (Stockholms Banco), η οποία ιστορικά θεωρείται ως η πρώτη κεντρική τράπεζα της Ευρώπης. Ο ιδρυτής της, Johan Palmstruch, επιχειρηματίας και έμπορος της εποχής, είχε μια ιδέα προκειμένου να αντιμετωπίσει την αυξημένη ζήτηση εκ μέρους των καταθετών για τα παλαιά νομίσματα (χάλκινα κέρματα) που φυλάσσονταν στην τράπεζα, ζήτηση η οποία εκδηλώθηκε μετά την έκδοση νέων νομισμάτων που είχαν μικρότερη περιεκτικότητα σε χαλκό. Η ιδέα του ήταν ουσιαστικά να αντικαταστήσει το μέταλλο με χαρτί, δηλαδή τα χάλκινα κέρματα με χαρτονομίσματα. Καθώς όμως η τράπεζα μέσω του πιστωτικού κύκλου παρήγαγε περισσότερα χάρτινα νομίσματα από όσα ήταν τα αντίστοιχα μεταλλικά κέρματα που αντίκριζαν την αξία των χαρτονομισμάτων, σύντομα οι άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην αξία του χαρτιού που κυκλοφορούσε ως νόμισμα και η Σουηδία γνώρισε το νομισματικό φαινόμενο του πληθωρισμού.
Πριν από έναν αιώνα, το 1914, το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μετέβαλε άρδην το ευρύτερο πλαίσιο συνθηκών επηρεάζοντας μοιραία και την ομαλή λειτουργία του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ανέστειλαν τα καταστατικά τους, που τις υποχρέωναν το νόμισμα να έχει αντίκρισμα σε χρυσό σύμφωνα με τον «κανόνα χρυσού», και εξέδωσαν παραστατικό χρήμα (fiatmoney), που δεν είχε αντίκρισμα σε χρυσό ή άλλο μέταλλο, για να πληρώσουν τους στρατιώτες και να αγοράσουν πολεμικό υλικό. Η προπολεμική νομισματική ισορροπία είχε διαταραχθεί σοβαρά, όπως κατέδειξε το φαινόμενο του υπερπληθωρισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η έκδοση ενός νέου νομίσματος, του rentenmark, η προσφορά του οποίου υπόκειτο στις ρυθμίσεις του κανόνα χρυσού, σε συνδυασμό με τη διατήρηση από τη γερμανική κεντρική τράπεζα (Reichsbank) κατά τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του 1920 υψηλότερων επιτοκίων από τις υπόλοιπες χώρες που ήταν στο ίδιο νομισματικό σύστημα, επέφερε τη σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος. Ο υπερπληθωρισμός στην οικονομία της Γερμανίας ήταν πλέον παρελθόν.
Πριν από μισό αιώνα, τη δεκαετία του 1970, οι σχεδιαστές πολιτικής καλούνταν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις των πολύ ευμετάβλητων μεγεθών της παραγωγής και του πληθωρισμού, την περίοδο του Μεγάλου Στασιμοπληθωρισμού (GreatStagflation). Η οριστική κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods το 1973 μετασχημάτισε τις διεθνείς νομισματικές σχέσεις περισσότερο και από την ανακατασκευή του κανόνα χρυσού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Καθώς η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας θεωρείτο από την εποχή της πρώτης παγκοσμιοποίησης (1870-1914) ο πρωτεύων στόχος της νομισματικής πολιτικής που ασκούσαν οι κεντρικές τράπεζες, οι τελευταίες ενεργούσαν μέχρι τότε συστηματικά προς την κατεύθυνση πρόσδεσης της ισοτιμίας αυτής, με εξαίρεση τις περιορισμένες χρονικά περιόδους των μεγάλων πολέμων, της ανακατασκευής του χρυσού κανόνα και της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, το 1973 η νομισματική πολιτική αποσυνδέθηκε από την πρόσδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Εφεξής οι ισοτιμίες των νομισμάτων θα αφήνονταν να διακυμαίνονται ελεύθερα στη διεθνή αγορά συναλλάγματος. Το αμερικανικό δολάριο υποτιμήθηκε κατά 30% έναντι του γερμανικού μάρκου μέσα στους πρώτους έξι μήνες που τέθηκε σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης, ενώ και το 1977 το αμερικανικό νόμισμα υποχωρούσε εξαιτίας των εντεινόμενων πληθωριστικών προσδοκιών και της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής τόνωσης της εγχώριας οικονομίας, που ακολουθούσε τότε η αμερικανική κυβέρνηση Κάρτερ. Με τον διορισμό του Paul Volcker ως επικεφαλής του Federal Reserve Board το 1979, η στροφή στη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν καταλυτική για τη διαφυγή από την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού εκείνης της δεκαετίας. Τα επιτόκια αυξήθηκαν αρκετά απότομα και οι πληθωριστικές προσδοκίες υποχώρησαν. Όπως είπε ο Volcker, «για να διακόψουμε τον πληθωριστικό κύκλο, θα πρέπει να έχουμε αξιόπιστη και πειθαρχημένη νομισματική πολιτική». Και αυτό δούλεψε.
*διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών