των Γιώργου Μανάλη και Μάνο Ματσαγγάνη*
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμα, η χώρα μας θα μπορούσε να υπερηφανεύεται πως παρουσιάζει χαμηλότερο μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (οι Ελληνίδες αμείβονται κατά 10,4% λιγότερο των ανδρών, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 14,1%).
Αντίθετα, όσον αφορά την γυναικεία απασχόληση, τα πράγματα είναι πολύ λιγότερο ρόδινα: στη χώρα μας είναι η χαμηλότερη της Ευρώπης (βλ. γράφημα). Το 2019, μόλις 48,7% των γυναικών ηλικίας 20-64 ετών εργάζονταν στην Ελλάδα, όταν για τους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν σε 68,1%.
Το (μεγάλο) χάσμα απασχόλησης δεν είναι άσχετο με το μικρό (χάσμα) αμοιβών: όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, π.χ. στην Ιταλία και στη Ρουμανία, οι λίγες γυναίκες που εργάζονται υπερ-εκπροσωπούνται σε επαγγέλματα υψηλότερης μόρφωσης και ικανοποιητικότερων αμοιβών (π.χ. ιατροί).
Η απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο η χώρα μας παρουσιάζει τόσο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στον εργασιακό στίβο είναι σύνθετη και επιδέχεται πληθώρα εξηγήσεων (π.χ. κοινωνικά στερεότυπα, ανεπαρκής υποστήριξη στη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, απουσία ευκαιριών απασχόλησης σε τομείς που προσελκύουν το ενδιαφέρον και αντιστοιχούν στην κατάρτιση των γυναικών, αυξημένες δυσκολίες πρόσληψης σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους, κ.ά.).
Παρόλα αυτά, οι γυναίκες επιμένουν. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ για το Δεκέμβριο του 2021, από τους 1,1 εκατ. εγγεγραμμένους ανέργους που αναζητούν εργασία, μόνο το 36.4% είναι άνδρες, ενώ το συντριπτικό 63.6% είναι γυναίκες.
Για να αντιμετωπιστεί το πολυδιάστατο αυτό πρόβλημα, οι πολιτικές για την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας επικεντρώνονται σε τρία σημεία: (1) καταπολέμηση των διακρίσεων, και των παραγόντων που τις προκαλούν ή τις ενισχύουν, (2) εξάλειψη των εμποδίων ένταξης στο εργατικό δυναμικό, και (3) συμφιλίωση εργασίας και φροντίδας, με επιδόματα παιδιών, άδειες μητρότητας (και πατρότητας!), βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.ά.
Η χαμηλή γυναικεία απασχόληση είναι πρόβλημα και ταυτόχρονα ευκαιρία. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες στη χώρα μας διαθέτουν ενθουσιασμό, και ικανότητες που παραμένουν αναξιοποίητες.
Η ομαλή ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία, και έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική κοινωνία.
*κύριος Ερευνητής, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος»,Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και μεταδιδακτορικός Ερευνητής, υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr