του Ναπολέοντα Μαραβέγια*
Η ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη υποστηρίχθηκε και από τα δύο πολιτικά κόμματα εξουσίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που τότε εκπροσωπούσαν περίπου 85% των Ελλήνων πολιτών. Χάρη στην προσήλωση του ελληνικού λαού στον μεγάλο ευρωπαϊκό στόχο, στη συγκυριακή αποφυγή των εκλογικών κύκλων δημοσιονομικής χαλάρωσης στις εκλογές του 1993, του 1996 και του 2000, στην αφθονία των πόρων από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία προς την Ελλάδα και στη σταθερή προετοιμασία της χώρας, από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992 μέχρι και το 2001, από όλες τις κυβερνήσεις (της ΝΔ μέχρι το 1993 και του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια) τα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας κάλυψαν σχεδόν τα γνωστά κριτήρια της Συνθήκης.
Στις 3/1/2002 άρχισε να κυκλοφορεί και στη χώρα μας το ευρώ, με μεγάλο ενθουσιασμό και αισιοδοξία ότι το πολιτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της ευρωζώνης, παρότι η νομισματική ένωση δεν συνοδευόταν από δημοσιονομική ένωση. Υποβαθμίστηκε το ενδεχόμενο μια μόνιμη παρέκκλιση από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (3% έλλειμμα και 3% πληθωρισμό) να οδηγήσει σε μεγάλη δυσκολία τη χώρα μας, χωρίς να έχει, με βάση τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την αυτόματη βοήθεια των εταίρων της, ούτε να μπορεί να δανεισθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, λόγω του καταστατικού της.
Δυστυχώς, μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 2002 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η Ελλάδα, παρά τις αναπτυξιακές της επιδόσεις, δεν κατόρθωσε για πολλούς λόγους να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, τόσο στο ζήτημα των ελλειμμάτων, όσο και στο ζήτημα του πληθωρισμού. Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά στην παγκόσμια οικονομική κρίση με πολύ μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και τις εξωτερικές πληρωμές να αντιμετωπίζει τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού στις διεθνείς αγορές το 2010 χωρίς, όπως αναφέρθηκε, άμεση βοήθεια από την ευρωζώνη. Η συνέχεια είναι γνωστή. Με τα τρία Μνημόνια, μέχρι και το 2018, οι εταίροι και δανειστές μας έσωσαν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, αλλά οδήγησαν σε μείωση του ΑΕΠ κατά 25% και σε ενισχυμένη εποπτεία την ελληνική οικονομία με υποχρέωση επώδυνων πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό, λόγω της διόγκωσης του δημόσιου χρέους, πράγμα που ανέστειλε η πανδημία.
Η περιπέτεια της κρίσης στην Ελλάδα και στις άλλες ευπαθείς οικονομίες της ευρωζώνης και η πανδημία έχουν αλλάξει σημαντικά την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Έχει δημιουργηθεί πλέον ο ESM (Μόνιμος Μηχανισμός Σταθεροποίησης) έστω με ανεπαρκή κεφάλαια, έχει προχωρήσει σημαντικά η τραπεζική ένωση και κυρίως έχει γίνει αποδεκτό πλέον, με το Ταμείο Ανάκαμψης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να δανείζεται από τις αγορές ως σύνολο και όχι η κάθε χώρα ξεχωριστά. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προχωρήσει σε έμμεσο δανεισμό των χωρών - μελών της ευρωζώνης μέσω αγορών κρατικών τίτλων από τη δευτερογενή αγορά, πράγμα που έχει οδηγήσει τα επιτόκια του διεθνούς δανεισμού σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα και στη χώρα μας. Επιπλέον, στις σημερινές συνθήκες (νέα κυβέρνηση στη Γερμανία, πιθανή επανεκλογή Μακρόν στη Γαλλία, κυριαρχία Ντράγκι στην Ιταλία), οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένεται να χαλαρώσουν, ώστε να είναι ευχερέστερη η τήρησή τους. Συνεπώς η πορεία των λιγότερο ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης, όπως είναι η ελληνική, προοιωνίζεται ασφαλής, μέσα σε συνθήκες σταθερότητας και ενίσχυσης της ανάπτυξής της, όχι μόνο από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, αλλά και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τέως υπουργός