του Φίλιππου Σαχινίδη*
Η πρώτη έξοδος στις αγορές για το 2022 έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα προς την κυβέρνηση. Οι επενδυτές αύξησαν το επιτόκιο με το οποίο δανείζουν το ελληνικό δημόσιο από 0,89% τον Ιούνιο του 2021 σε 1,84%. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα γιατί οι επενδυτές άλλαξαν στάση όταν πολλοί προέβλεπαν ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο διάστημα.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εκτίμηση ότι οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν τα έκτακτα μέτρα που έλαβαν για να στηριχθούν οι οικονομίες από τις συνέπειες της πανδημίας. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια της από το 2022, ενώ η ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα τα αυξήσει το 2023. Η αναθεώρηση για την πορεία της νομισματικής πολιτικής πέρασε αμέσως στο κόστος δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης. Περισσότερο όμως σε αυτό χωρών με μεγάλο δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Αυτό συνέβη παρά τις διαβεβαιώσεις της κ. Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ θα επαναγοράζει ελληνικά ομόλογα μέχρι και το 2024, με έσοδα από λήξεις ομολόγων που είχαν αγοραστεί μέσω του PEPP.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το κόστος δανεισμού της χώρας θα συνεχίζει να αυξάνεται. Τα ελληνικά ομόλογα δεν διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα και οι αποδόσεις τους είναι πιο ευμετάβλητες σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας που εξακολουθούν να επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας, η πιθανή προκήρυξη πρόωρων εκλογών το 2022 αλλά και το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού. Ένας άλλος παράγοντας είναι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία. Σε περίπτωση που παραιτηθεί η κυβέρνηση Μ. Ντράγκι και διαλυθεί πρόωρα η Ιταλική Βουλή οι επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού της Ιταλίας θα είναι σημαντικές. Αυτό θα συμπαρασύρει και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας που έχει υψηλή συσχέτιση με αυτό της Ιταλίας.
Μια περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού μέχρι η Ελλάδα να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα θα περιορίσει το δημοσιονομικό χώρο. Άρα θα περιοριστούν οι βαθμοί ελευθερίας σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας αλλά και στην αναπλήρωση κρίσιμων υποδομών που απαξιώθηκαν μετά από μια δεκαετία περικοπών στο ΠΔΕ.
Οι επιλογές της κυβέρνησης το 2022 θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη στάση που θα τηρήσουν οι επενδυτές ως προς το κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Ήδη έχει επισημανθεί ότι η δημοσιονομική πολιτική το 2021 ήταν εξαιρετικά προκυκλική σε αντίθεση με αυτή άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η Ελλάδα το 2021 είχε το δεύτερο υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα μετά τη Μάλτα παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της αναμένεται – σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος - να κυμανθεί μεταξύ 8,5%-9%.
Αν η δημοσιονομική πολιτική το 2022 υποκύψει στον πειρασμό να αξιοποιήσει την ελευθερία που παρέχει η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας γιατί η κυβέρνηση σχεδιάζει να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, τότε το κόστος δανεισμού μπορεί να ανεβεί πέρα από ένα κρίσιμο επίπεδο. Εκείνο που διασφαλίζει τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του βάσει των σχετικών μελλοντικών προβολών του επιπέδου του χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών του δημοσίου. Αυτό θα θέσει υπό αίρεση και το πέρασμα στην επενδυτική βαθμίδα το 2023.
Σε αυτή την περίπτωση οι εκτιμήσεις για αυξημένες επενδύσεις με τη συνδρομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που θα διατηρήσουν το ρυθμό ανάπτυξης σε επίπεδα που θα επιταχύνουν την αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ θα διαψευστούν. Η χώρα θα χάσει μια μοναδική ευκαιρία που διασφάλισαν οι πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ και θα βρεθεί για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τους κινδύνους που συνεπάγεται η διατήρηση του χρέους σε επίπεδα κοντά στο 200% του ΑΕΠ. Το λάθος αυτό το είχε ξανακάνει την περίοδο 2007-2009. Οι επιλογές της το επόμενο διάστημα θα δείξουν αν διδάχτηκε κάτι από εκείνη την τραγική εμπειρία που οδήγησε σε πορεία απόκλισης από την υπόλοιπη ΕΕ, σε μακροχρόνια υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των Ελλήνων και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
*πρώην υπουργός οικονομικών