των Γιώργου Μανάλη-Μάνου Ματσαγγάνη*
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει κάθε χρόνο το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) ο οποίος αξιολογεί την πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη μέλη αναφορικά με θέματα ψηφιακής πολιτικής. Με το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την Ελλάδα να αφιερώνει το 23,3% των διαθέσιμων πόρων σε στόχους ψηφιακής μετάβασης, ο δείκτης αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την ανάδειξη των ψηφιακών προτεραιοτήτων του Ελληνικού σχεδίου δράσης.
Τέσσερις παράμετροι αξιολογούνται από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας: ανθρώπινο κεφάλαιο, ενσωμάτωση ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, συνδεσιμότητα και ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες. Η χώρα μας παρουσιάζει ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης, ωστόσο παραμένει ακόμα σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα με γενική βαθμολογία 37,3 κατατάσσεται 25η στις 27 χώρες μέλη (βλ. γράφημα).
Όσον αφορά στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ενώ το ποσοστό των Ελλήνων με βασικές ψηφιακές δεξιότητες βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (51% στην Ελλάδα έναντι 56% στην ΕΕ), οι τομείς στους οποίους υπολείπεται η χώρα μας είναι το ποσοστό των ατόμων που κατέχουν δεξιότητες πέραν των βασικών (23% στην Ελλάδα, 31% στην ΕΕ), καθώς και το ποσοστό των επιχειρήσεων που επενδύουν στην ψηφιακή κατάρτιση των εργαζομένων (μόλις 12% στην Ελλάδα, 20% στην ΕΕ). Αν και το σύνολο των εξειδικευμένων εργαζομένων σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (2% στην Ελλάδα, 4,3% στην ΕΕ), σημαντική πρωτιά σημειώνεται στο μερίδιο των γυναικών που ειδικεύεται στον τομέα αυτό (27% επί του συνόλου των ειδικών σε ΤΠΕ στην Ελλάδα, 19% στην ΕΕ).
Σχετικά με την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρήσεις, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιεί μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκεται χαμηλά (19% στην Ελλάδα, 23% στην ΕΕ), οι επιχειρήσεις που υιοθετούν ψηφιακές τεχνολογίες πέρα των βασικών (π.χ. τεχνητή νοημοσύνη) καθώς και ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (34% και 38% επί του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων, 25% και 36% στην ΕΕ).
Στον τομέα της συνδεσιμότητας, αν και η χώρα μας βρίσκεται χαμηλά στην κατάταξη, σημειώνει ταχύτατη πρόοδο στην κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA) και στην ετοιμότητα 5G εκχωρώντας το σύνολο των καινοτόμων ζωνών φάσματος. Τέλος, όσον αφορά στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, αν και η διαθεσιμότητά τους τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις παραμένει χαμηλή (54 με άριστα το 100 στην Ελλάδα, 75 στην ΕΕ), η δημιουργία της πλατφόρμας ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ‘Gov.gr’ μέσα στο 2020 έχει συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση του δείκτη. Στην εν λόγω πλατφόρμα φιλοξενούνται 1,119 ψηφιακές υπηρεσίες (έναντι των αρχικών 501 υπηρεσιών το Μάρτιο 2020), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως το σύνολο των ψηφιακών συναλλαγών με την ελληνική δημόσια διοίκηση έφτασε το 2020 τις 94 εκατομμύρια, από μόλις 8,8 εκατομμύρια το 2018.
Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την ψηφιακή της μετάβαση. Για την επίτευξη του είναι αναγκαία η σύμπραξη του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα, ώστε να επιτευχθεί η διάχυση των καινοτόμων ψηφιακών τεχνολογιών σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Ωστόσο υπάρχουν αισιόδοξα σημάδια πως η Ελλάδα μπορεί να συγκλίνει στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά τη χαμηλή βάση εκκίνησης.
*μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr