του Carl Bildt*
Ο κόσμος δεν βιώνει μια «κρίση της Ουκρανίας», αλλά μάλλον μια κρίση της Ρωσίας. Αυτό δήλωσε η νέα υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκ, στην πρόσφατη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου, στην οποία κυριάρχησε η συζήτηση για τις εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, η κρίση της Ρωσίας πηγαίνει ακόμη πιο βαθιά από ό,τι εννοούσε πιθανώς η Μπέρμποκ. Είμαστε μάρτυρες της τελευταίας φάσης μιας μακράς διαδικασίας. Η Ρωσία προσπαθεί να αποφασίσει αν είναι ένα έθνος-κράτος ή μια επίδοξη αυτοκρατορία, και μέχρι να επιλυθεί αυτό το θεμελιώδες ζήτημα, συγκρούσεις όπως αυτή για την Ουκρανία θα συνεχιστούν με διάφορες μορφές.
Στα χαρτιά, η Σοβιετική Ενωση ήταν μια πολυεθνική ομοσπονδία Δημοκρατιών. Στην πραγματικότητα, οι Ρώσοι διοικούσαν με ένα αυστηρά ελεγχόμενο καθεστώς του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένας λόγος για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν ότι πολλές από τις Δημοκρατίες που την απάρτιζαν είχαν γίνει επίδοξα έθνη-κράτη ή, όπως οι Δημοκρατίες της Βαλτικής, προσπάθησαν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν το δημοψήφισμα της Ουκρανίας τον Δεκέμβριο του 1991, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας. Αλλά οι παρασκηνιακές προσπάθειες του τότε προέδρου Μπόρις Γέλτσιν να διεκδικήσει την κυριαρχία της Ρωσίας ήταν επίσης σημαντικές.
Εκείνη την εποχή, ο σοβιετικός πρόεδρος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αγωνιζόταν ακόμα να διατηρήσει ορισμένες κρατικές δομές και απάντησε με εχθρότητα στις φιλοδοξίες των τριών Δημοκρατιών της Βαλτικής. Αλλά υπονομεύτηκε από τον Γέλτσιν, ο οποίος είχε αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας ακόμη και πριν από το ουκρανικό δημοψήφισμα.
Αυτή ήταν η αρχή της σημερινής κρίσης στη Ρωσία, η οποία τροφοδοτήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ της οικοδόμησης ενός σύγχρονου κράτους και οικονομίας, από τη μια πλευρά, και της αυτοκρατορικής νοσταλγίας, από την άλλη. Ως αποτέλεσμα, ο οικονομικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός της Ρωσίας έχει παρεμποδιστεί και η ασφάλεια των γειτόνων της έχει αμφισβητηθεί.
Ο καλύτερος τρόπος για τη Ρωσία να εγγυηθεί τη δική της ασφάλεια θα ήταν να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με τους γείτονές της, ώστε να αισθάνονται ασφάλεια και σταθερότητα. Αλλά δεν το έκανε αυτό, και τώρα ένας αυξανόμενος αριθμός Ουκρανών θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Οσο μη ρεαλιστικό κι αν φαίνεται, αναγνωρίζουν ότι οι δικές τους εθνικές φιλοδοξίες απειλούνται άμεσα από τον ρωσικό αυτοκρατορικό ρεβανσισμό.
Σε διαβόητο δοκίμιο που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούλιο, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διατύπωσε το όραμά του για μια Μεγάλη Σλαβική Αυτοκρατορία, που θυμίζει την τσαρική κυριαρχία του 19ου αιώνα και όχι τη Σοβιετική Ενωση. Θέλοντας να προωθήσει αυτό το όραμα, δημιούργησε την τρέχουσα κρίση.
Ο Πούτιν οδήγησε τη φαντασία του σε νέα άκρα στην πρόσφατη ομιλία του, ανακοινώνοντας ότι η Ρωσία θα αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των δύο αποσχισμένων περιοχών του Ντονμπάς που έχει υποστηρίξει από το 2014. Αμφισβήτησε ανοιχτά την ύπαρξη ενός ουκρανικού έθνους και επέμεινε ότι η Ουκρανία είναι «ιστορικά ρωσική γη».
Το να θεμελιώνουμε τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες σε παλιούς εθνικούς μύθους είναι τόσο επικίνδυνο στην περίπτωση της Ρωσίας όσο και παντού αλλού. Η Ευρώπη μπορεί να απολαύσει την ειρήνη μόνο εάν όλα τα σύνορα και τα όρια που έχει δημιουργήσει η ιστορία (συνήθως μέσω της αιματοχυσίας) γίνονται πλήρως σεβαστά.
Ο δρόμος για τη δημιουργία αρμονικής σχέσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι πολύ μεγάλος. Η συμπεριφορά του Πούτιν έχει αφήσει τους Ουκρανούς δύσπιστους απέναντι στη Μόσχα, αν όχι εχθρικούς απέναντί της. Αν η Ρωσία δεν επικεντρωθεί εκ νέου στο να οικοδομήσει το μέλλον της αποκλειστικά εντός των συνόρων της, η περιοχή θα παραμείνει κάτω από ένα σύννεφο ανασφάλειας, τελικά εις βάρος της Ρωσίας.
Θυμάμαι ακόμα μια συνομιλία που είχα πριν από δεκαετίες με τον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ, έναν πολιτικό που γνωρίζει καλά την ευρωπαϊκή ιστορία. Συζητώντας για το Λουξεμβούργο, σημείωσε ότι η Γερμανία είναι ασφαλής επειδή ακόμη και ο μικρότερος γείτονάς της τη βλέπει ως στενό φίλο. Η Γερμανία έχει συμβιβαστεί με το παρελθόν της. Η Ρωσία δεν έχει. Μέχρι να συμβεί αυτό, όλη η Ευρώπη, αλλά κυρίως η ίδια η Ρωσία, θα συνεχίσει να υποφέρει.
*πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr