της Lucrezia Reichlin*
H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδείξει αξιοσημείωτη πολιτική ενότητα ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, η Ευρώπη δεν έχει λάβει ακόμη τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσει τη δική της οικονομία από τις συνέπειες του πολέμου του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Σε μια άτυπη συνάντηση στις Βερσαλλίες την περασμένη εβδομάδα, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προέτρεψε τους συναδέλφους του ηγέτες της ΕΕ να επικεντρωθούν πρώτα σε αυτά που πρέπει να επιτύχουν και να αφήσουν τις συζητήσεις για το πώς θα φτάσουν εκεί για αργότερα. Ήταν μια σοφή πρόταση από έναν ηγέτη που κατανοεί ότι τα νέα μέσα πολιτικής, που μπορεί να συνεπάγονται μεγαλύτερο επιμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών-μελών, τείνουν να είναι πολύ πιο διχαστικά από τους κοινούς στόχους.
Έτσι, οι ηγέτες της ΕΕ εξέφρασαν τη δέσμευσή τους «αποφασιστικά» να ενισχύσουν τις επενδύσεις σε αμυντικές δυνατότητες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, θα διαθέσει επιπλέον 100 δισ. ευρώ για την άμυνα φέτος. Και η ΕΕ έχει αποκαλύψει ένα σχέδιο για τη μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά τα δύο τρίτα φέτος και τον τερματισμό της εξάρτησής της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2030 – μια διαδικασία που θα απαιτήσει μια επιταχυνόμενη πράσινη μετάβαση.
Ωστόσο, οι ηγέτες της ΕΕ δεν αναγνώρισαν πλήρως την κοινή προσπάθεια που θα απαιτηθεί για την επίτευξη των στόχων τους, ειδικά σε μια περίοδο ραγδαίας συγκέντρωσης οικονομικών αντίξοων ανέμων. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής φαίνεται να υποτιμούν κατάφωρα τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η σιωπή των ευρωπαίων ηγετών σχετικά με τα μελλοντικά καθήκοντα προκαλεί σύγχυση. Για να καλύψουν τις ανάγκες, οι κυβερνήσεις θα αναλάβουν περισσότερο χρέος σε μια στιγμή που οι ισολογισμοί τους έχουν ήδη επιβαρυνθεί από τα χρέη που προέκυψαν μετά την οικονομική κρίση του 2008 και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα επιδεινώσει το πρόβλημα.
Πάνω από όλα, οι νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές της ΕΕ πρέπει να συντονίσουν και να βαθμονομήσουν τα μέσα που χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η οικοδόμηση της ικανότητας για τη διεξαγωγή κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, όπως έχουν δεσμευθεί να κάνουν οι ηγέτες της ΕΕ, θα απαιτήσει την οικοδόμηση κοινής οικονομικής ικανότητας. Η ΕΕ πρέπει τώρα να προσαρμόσει την οικονομική της διακυβέρνηση. Ύστερα από μία δεκαετία κατά την οποία η μόνη βεβαιότητα ήταν η αυξημένη αστάθεια, η ΕΕ πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσει τα μέτρα που χρειάζεται – ανεξάρτητα από το πόσο «εξαιρετικά» μπορεί να είναι – εγκαίρως και συνεκτικά.
*πρώην διευθύντρια Ερευνών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθηγήτρια Οικονομικών στο London Business School και επίτροπος στο International Financial Reporting Standards Foundation
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr