των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Η ΕΕ από πολύ νωρίς έλαβε μέτρα για την προστασία της απασχόλησης από την πανδημική κρίση. Ήδη από το Μάιο του 2020, οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν στη θεσμοθέτηση του χρηματοδοτικού εργαλείου SURE (Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency) για την υποστήριξη των κυβερνήσεων των κρατών μελών ώστε να υιοθετήσουν μέτρα διατήρησης της απασχόλησης.
Ο κεντρικός άξονας του νέου αυτού μηχανισμού ήταν η διαπίστωση πως σε μία κρίση παροδικής διάρκειας – όπως αυτή της πανδημίας – κρίσιμης σημασίας είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας ακόμα κι αν ο συνολικός χρόνος απασχόλησης αναπόφευκτα μειωνόταν. Απώτερος σκοπός της οικονομικής αυτής πολιτικής ήταν οι συνέπειες του καθολικού οικονομικού σοκ της πανδημίας να περιοριστούν σε μία παροδική ύφεση σχήματος V, κατά την οποία τα οικονομικά μεγέθη θα περιορίζονταν σημαντικά βραχυπρόθεσμα, ωστόσο η οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει δυναμικά και γρήγορα με το πέρας της κρίσης.
Βάσει αυτού του σχεδιασμού, οι κυβερνήσεις προσανατολίστηκαν στη λήψη μέτρων «αποθεματοποίησης της εργασίας» (labour hoarding) ώστε να αποφευχθούν οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων οι οποίες θα έστελναν στην ανεργία πολλούς εργαζόμενους, θα κόστιζαν στο κράτος αλλά και στις επιχειρήσεις, τόσο κατά την απόλυση όσο και κατά την επαναπρόσληψη στη φάση της ανάκαμψης, ενώ ταυτόχρονα θα οδηγούσαν στην απώλεια σημαντικού ανθρώπινου κεφαλαίου (εξαιτίας της αδρανοποίησης των εργαζομένων που χάνουν τη δουλειά τους).
To ΔΝΤ σε πρόσφατο δοκίμιο εργασίας επιχειρεί να ταξινομήσει τα μέτρα διατήρησης της απασχόλησης στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι πολιτικές απασχόλησης ποικίλουν:
(α) προγράμματα μειωμένης απασχόλησης και προσωρινής ανεργίας (short-time work schemes): το κράτος επιδοτεί την απώλεια ωρών εργασίας
(β) επιδοτήσεις μισθών: το κράτος καλύπτει μέρος του μισθολογικού κόστους ή των ασφαλιστικών εισφορών
(γ) επιδοτήσεις νέων προσλήψεων και μη απολύσεων, κ.ά.
Οι πολιτικές αυτές επιτέλεσαν το σκοπό τους. Όπως φαίνεται και στο γράφημα, η καθήλωση της οικονομικής δραστηριότητας αναπόφευκτα οδήγησε σε μείωση του χρόνου εργασίας, το ζητούμενο όμως ήταν να μη χαθούν οι θέσεις εργασίας, κι αυτό επετεύχθη: η μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας οφείλεται κυρίως σε μείωση των ωρών εργασίας, και πολύ λιγότερο σε μείωση των θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα επέδειξε τη μεγαλύτερη μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας (-11,2%) μεταξύ 2019 και 2020, την ίδια στιγμή όμως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς λειτούργησαν τα μέτρα διατήρησης θέσεων εργασίας αφού η απώλεια θέσεων εργασίας μείωσε το συνολικό χρόνο εργασίας κατά μόλις 1%, ενώ η υπόλοιπη μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας (-10% περίπου) προήλθε από μείωση του ωραρίου σε θέσεις εργασίας που διατηρήθηκαν.
Η πολιτική αυτή επιτρέπει στην αγορά εργασίας να ανακάμψει δυναμικά αφού τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι εργαζόμενοι, έχοντας διατηρήσει τις θέσεις εργασίας, επωφελούνται από την αύξηση της ζήτησης στην ανοδική φάση του κύκλου, συνεχίζοντας την παραγωγική δραστηριότητα τους. Το αποτέλεσμα έγινε ορατό και στην ελληνική οικονομία, όταν το Φεβρουάριο 2022 το ποσοστό ανεργίας έπεσε κάτω από το 12% (για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια).
Ωστόσο όπως κάθε οικονομική πολιτική, έτσι κι αυτή ενέχει κάποιο κόστος. Τα μέτρα ενίσχυσης της αγοράς εργασίας επιβαρύνουν άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος (βλ. προηγούμενο σημείωμα), το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδας και δεδομένων των αναμενόμενων δυσχερών συνθηκών στις διεθνείς χρηματαγορές, είναι πρόβλημα. Ταυτόχρονα θα πρέπει να δοθεί και ιδιαίτερη προσοχή κατά την άρση των μέτρων προστασίας των θέσεων εργασίας.
Το οικονομικό περιβάλλον με τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν έχει ανακάμψει από την πανδημική κρίση, αφού δέχεται νέες πιέσεις κυρίως στην αγορά ενέργειας και στο επίπεδο τιμών. Συνεπώς, υπάρχει ο κίνδυνος με την άρση των μέτρων στήριξης η αγορά εργασίας να χάσει το κερδισμένο έδαφος, με τις επιχειρήσεις να προβαίνουν σε μαζικές απολύσεις, αδυνατώντας να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr