του Τάσου Αναστασάτου*
Η αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης, των ελληνικών μη εξαιρουμένων, έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις επιπτώσεις από την πιθανότητα ανόδου των επιτοκίων. Η αλήθεια είναι ότι, επί του παρόντος, η συζήτηση αυτή αφορά σε μεγαλύτερο βαθμό τις ΗΠΑ, όπου η ανάπτυξη έχει προχωρήσει ταχύτερα και ο πληθωρισμός ίπταται. Με αυτά τα δεδομένα, οι αναλυτές περιμένουν ότι η Fed θα προβεί σε 3 ή και 4 αυξήσεις των επιτοκίων εντός του 2022, αθροιστικά κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ούτως ώστε να τιθασευτεί ο πληθωρισμός.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Η οικονομία της ευρωζώνης είναι σε πρωθύστερο στάδιο της ανάκαμψης και η ΕΚΤ θεωρεί τις πληθωριστικές πιέσεις προσωρινές, αναμένοντας αποκλιμάκωση εντός του έτους. Επιπλέον, η ύπαρξη αρκετών ευρωπαϊκών χωρών με υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ κάνει την ΕΚΤ διστακτική στο να αυξήσει τα επιτόκια προτού αυτό κριθεί απολύτως επιβεβλημένο. Αν και οι πιθανότητες αυξάνονται οι πληθωριστικές πιέσεις να διαρκέσουν περισσότερο από το αρχικώς αναμενόμενο, το κεντρικό σενάριο παραμένει ότι η ΕΚΤ δεν θα προβεί σε αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης το 2022. Πρώτα θα μειώσει τον ρυθμό αγοράς χρεογράφων και τα επιτόκια θα τα ξαναδεί από το 2023.
Παρά ταύτα, η αγορά βλέπει τον πληθωρισμό να υπερβαίνει τις εκτιμήσεις και ανησυχεί ότι η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να δράσει νωρίτερα. Αυτό πιέζει ήδη τα επιτόκια αγοράς. Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει και μία επιπρόσθετη ανησυχία: είμαστε η μόνη χώρα της ευρωζώνης η οποία δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα. Επομένως, τα ελληνικά χρεόγραφα δεν είναι επιλέξιμα για το τακτικό πρόγραμμα παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ και μένει να αποδειχτεί αν η ευέλικτη επανεπένδυση των ομολόγων που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αρκεί για να συγκρατήσει τις αποδόσεις. Κάποια στιγμή τα επιτόκια θα αυξηθούν όμως. Τότε θα υπάρξει μία επίπτωση στο κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Στο stock του υπάρχοντος χρέους η επίπτωση αυτή θα είναι σχετικά περιορισμένη, διότι ο ΟΔΔΗΧ είχε την προνοητικότητα μέσω συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων να κλειδώσει σταθερά επιτόκια για περίπου το 90% του ελληνικού χρέους. Θα επηρεαστούν όμως οι καινούργιες εκδόσεις: όταν βγαίνουμε στις αγορές εφεξής, τα επιτόκια στα οποία θα δανειζόμαστε δεν θα είναι αναγκαστικά τόσο χαμηλά όσο πέρυσι. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό η χώρα, παράλληλα με την αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας για να εδραιώσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, να γυρίσει το συντομότερο δυνατόν σε δημοσιονομική σταθερότητα και λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, ούτως ώστε όταν έρθουν αυτές οι εξελίξεις να είναι επαρκώς θωρακισμένη.
Ήδη έχει αρχίσει η συζήτηση για την άρση της ευελιξίας ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες που επέτρεπε στις χώρες να κάνουν ελλείμματα και την επαναφορά κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας – με τη νέα μορφή που αυτοί θα έχουν. Ωστόσο, μία χώρα με χρέος στο 200% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται κάποιον τεχνοκράτη από τις Βρυξέλλες να της το υπενθυμίσει, έχει κάθε συμφέρον να κινηθεί μόνη της.
*επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών