του Φάνη Βαρτζόπουλου*
Οι ηγέτες παλαιάς κοπής όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν αντιμετωπίζουν την οικονομία σαν μια σημαντική αλλά εν πολλοίς δευτερεύουσα παράμετρο στο στρατηγικό παιχνίδι.
Ακόμα και πρωθυπουργοί της ευρωζώνης δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι αποφάσεις πιστοληπτικών οίκων μπορεί να ορίζουν έμμεσα τους προϋπολογισμούς ανεξάρτητων και υπερήφανων κρατών. Για τον ευσταλή ρώσο πρόεδρο, που κατέλαβε την εξουσία εν μέρει λόγω της οικονομικής κρίσης του 1998, η στιγμή της συνειδητοποίησης ήρθε το 2014, όταν οι δυτικές κυρώσεις που ακολούθησαν την προσάρτηση της Κριμαίας οδήγησαν σε οικονομική ασφυξία. Ο αγώνας που ακολούθησε για τη σταθεροποίηση του νομίσματος δημιούργησε την πεποίθηση ότι η μεγέθυνση των συναλλαγματικών αποθεματικών, που στο προοίμιο του σημερινού πολέμου έφθασαν τα 640 δισεκατομμύρια δολάρια, θα θωράκιζαν τη ρωσική οικονομία από τη δίνη του οικονομικού αποκλεισμού. Ένα μεγάλο μέρος των αποθεμάτων βρίσκεται σήμερα σε χρυσό και κινεζικά γουάν, αλλά σχεδόν το 50%, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, απαρτίζεται από περιουσιακά στοιχεία που διαπραγματεύονται σε δολάρια και ευρώ.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν πολλές χρήσεις, αλλά στην περίπτωση της Ρωσίας η σταθεροποίηση του νομίσματος και η παροχή ρευστότητας είναι πρωτευούσης σημασίας καθότι δίνουν τη δυνατότητα σε περιπτώσεις κρίσεων να διατηρήσουν οι πολίτες και οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η Κεντρική Τράπεζα πουλάει, για παράδειγμα, τα αποθέματά της σε δολάρια και αγοράζει ρούβλια όταν επιθυμεί να ανατιμήσει το εθνικό νόμισμα.
Το συνάλλαγμα σε σκληρά ξένα νομίσματα διασφαλίζει επίσης τη δυνατότητα της χώρας να εξυπηρετεί πληρωμές για εισαγωγές αλλά και αποπληρωμές χρεών που δεν έχουν εκδοθεί σε ξένο νόμισμα. Το συμβούλιο που κυβερνά τη Ρωσία, εμφορούμενο από τη γραφειοκρατική νοοτροπία της σοβιετικής εποχής, ασφυκτιούσε ανέκαθεν στους περιορισμούς που επιβάλλει η συμμετοχή ενός κράτους στις ελεύθερες αγορές. Ενώ ο πλανήτης είναι συγκεντρωμένος στην πιθανή αντιπαράθεση των μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων, η Δύση προχώρησε στην πυροδότηση μιας χρηματοοικονομικής ατομικής βόμβας όταν ανακοίνωσε το πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας, προκαλώντας ουσιαστικά τη κατάρρευση του ρουβλίου και την εξαύλωση των αξιών στο Χρηματιστήριο της Μόσχας.
Παρά την έντονη προσπάθεια αποδολαροποίησης, η Ρωσία δεν μπορούσε να απογαλακτιστεί εντελώς καθότι δεν υπάρχουν αλλού στη Γη αγορές αρκετά μεγάλες και αξιόπιστες όπως αυτές της Δύσης, που να μπορούν να στεγάσουν τέτοια μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, και κατέφυγε έτσι σε λύσεις όπως ο χρυσός που έχει τα δικά του προβλήματα. Χώρες όπως η Κίνα με 3,4 τρισ. αποθέματα και άλλες όπως η Ινδία και η Σαουδική Αραβία παρατηρούν με ιδιαίτερη ανησυχία τις εξελίξεις, αφού και αυτές έχουν μεγάλο μέρος του πλούτου τους παγιδευμένο στις δυτικές αγορές. Διερωτάται εύλογα κανείς αν είναι ηθικό εκ μέρους της Δύσης να στερεί το δικαίωμα από χώρες του κόσμου να χρησιμοποιούν αυτό το εργαλείο χωρίς καμία μάλιστα διαβούλευση, αλλά και κυρίως δίχως δυνατότητα ανταπόδοσης, καθότι τα συναλλαγματικά αποθέματα των πλούσιων χωρών είναι κατά κανόνα πιο μικρά λόγω των μεγάλων εμπορικών ελλειμμάτων που τρέχουν.
Η αποκοπή εξάρτησης από τις αγορές φαντάζει πλέον ως προϋπόθεση επιτυχίας για κάθε πιθανή σύρραξη μιας ανερχόμενης δύναμης με τη Δύση με σημασία όχι μικρότερη από αυτή της πυρηνικής ασπίδας που μονοπώλησε τις προηγούμενες δεκαετίες. Το ράγισμα της ψευδαίσθησης ασφαλείας που ένιωθαν ως τώρα οι γίγαντες κυρίως της Ευρασίας φαίνεται να οδηγεί σε ανακατατάξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος μεγαλύτερης σημασίας από τις γεωπολιτικές εξελίξεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
*χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr