των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Ήδη από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρώπη έχει επιδοθεί σε ένα πολιτικό-οικονομικό διάλογο για τις επιπτώσεις από μία ενδεχόμενη διακοπή εισαγωγής ενέργειας από τη Ρωσία. Η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη σημαντική ενεργειακή εξάρτησή της ΕΕ από τη Ρωσία, το κόστος που θα επιφέρει ένα εμπάργκο στις εισαγωγές ενέργειας στους ευρωπαίους καταναλωτές, και τις πιθανές εναλλακτικές εξαγωγικές χώρες στις οποίες θα μπορούσε να στραφεί η ήπειρος. Λίγος λόγος όμως έχει γίνει για τον πρωταρχικό σκοπό αυτών των κυρώσεων: να φέρουν ένα βαρύ τίμημα στη ρωσική οικονομία, ώστε η πολιτική της ηγεσία να επαναξιολογήσει την επιθετικότητά της.
Η Ρωσία πλήττεται από τη λεγόμενη «κατάρα των πόρων», μία εμπειρική παρατήρηση που θέλει κράτη με πλούσιο υπέδαφος και αφθονία φυσικών πόρων να αδυνατούν να επενδύσουν σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, να αναπτύξουν ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς και να επιτύχουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, βασίζοντας μεγάλο μέρος των εσόδων τους αποκλειστικά στις εξαγωγές πόρων. Η Elina Ribakova, οικονομολόγος του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) βάσει των Ρωσικών κρατικών εσόδων για το 2021 υποδεικνύει πως η Ρωσία αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Σύμφωνα με το Ρωσικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2021 τα έσοδα από το εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου κάλυπτε το 36% των κρατικών εσόδων (βλ. γράφημα), ποσοστό που αναμένεται να ξεπεράσει το 50% για το 2022 λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας. Οι εξαγωγές φυσικών πόρων αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή κρατικών εσόδων για το Ρωσικό κράτος μετά του φόρους κατανάλωσης και ΦΠΑ (46%), ενώ αξιοσημείωτη είναι η μικρή συνεισφορά των φόρων εισοδήματος υποδεικνύοντας μία ισχνή φορολογική βάση στη Ρωσία.
Εξάρτηση ρωσικής οικονομίας από τις εξαγωγές ενέργειας
Τα δεδομένα λοιπόν υποδεικνύουν μία ουσιαστική εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας από τις εξαγωγές ενέργειας μεγάλο μέρος των οποίων κατευθύνεται προς την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό έχει ωθήσει πολλούς οικονομολόγους να πιέζουν την ΕΕ για αυστηρότερες κυρώσεις στον ενεργειακό τομέα. Κεντρικός άξονας αυτής της επιχειρηματολογίας είναι πως ενα ενδεχόμενο ευρωπαϊκό εμπάργκο εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία θα προκαλούσε σημαντικό έλλειμμα στον Ρωσικό κρατικό προϋπολογισμό δυσχεραίνοντας σημαντικά τη χρηματοδότηση του πολέμου.
Οι ευρωπαϊκές φωνές υπέρ μίας παύσης των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία προς της ευρωπαϊκή ήπειρο πληθαίνουν έχοντας ως βασική τους στόχευση την παύση του πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για επιβολή ολικού και άμεσου εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα, πυρηνικών καυσίμων και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ωστόσο, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται προς στιγμήν διστακτικές αναλογιζόμενες το κόστος που θα επιβαρύνει τους ευρωπαίους καταναλωτές. Αναμφίβολα, χωρίς τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων προστασίας των καταναλωτών και εύρεσης εναλλακτικών προμηθευτών ενέργειας η Ευρώπη δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αλλά ίσως αποτελεί ηθικό της καθήκον να προβεί σ αυτές τις δράσεις, ώστε να συνεισφέρει ουσιαστικά στο τέλος αυτού του πολέμου.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr