του Θοδωρή Παπακωνσταντίνου*
Ο παγκόσμιος τουρισμός υπέστη ένα ανεπανάληπτο πλήγμα εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Με βάση στοιχεία του UNWTO, οι τουριστικές αφίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο μειώθηκαν κατά 73% μεταξύ 2019 και 2020 και κατά 72% μεταξύ 2019 και 2021. Όπως είναι φυσικό, ούτε η Ελλάδα παρέμεινε ανεπηρέαστη. To 2020, τόσο οι τουριστικές αφίξεις όσο και οι εισπράξεις μειώθηκαν κατά σχεδόν 77% από τα επίπεδα ρεκόρ του 2019, ενώ παρά τη βελτίωση του 2021, η διαφορά με το 2019 παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα (μείωση 53% σε αφίξεις και 42% σε εισπράξεις).
Ενθαρρυντικό σημάδι είναι η συνεχώς αυξανόμενη επιθυμία του κόσμου να ταξιδέψει. Με βάση το Deloitte State of the Consumer Tracker, που παρακολουθεί τις καταναλωτικές τάσεις σε σημαντικές αγορές παγκοσμίως, το αίσθημα ασφάλειας για αεροπορικά ταξίδια και για διαμονή σε ξενοδοχεία, όπως και η τάση για διεθνή ταξίδια, έχουν ενισχυθεί σημαντικά μεταξύ Απριλίου 2020 και Φεβρουαρίου 2022.
Το 2022 αναμένεται να είναι μία χρονιά ουσιαστικής ανάκαμψης, με την επάνοδο στα επίπεδα του 2019 να αποτελεί στόχο για το 2023, αν και οι αβεβαιότητες που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σημαντικές.
Η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία θα είναι πολύ διαφορετική για τον κλάδο του τουρισμού. Τάσεις που είχαν ήδη διαφανεί και πριν την πανδημία επιταχύνθηκαν ενώ αναδείχθηκαν νέες καταναλωτικές συνήθειες και προτιμήσεις. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η βιώσιμη ανάπτυξη και η αειφορία, η ασφάλεια και η υγιεινή λαμβάνουν ολοένα και αυξανόμενη προτεραιότητα, ενώ οι αλλαγές στον τομέα της εργασίας και ο «πόλεμος για το ταλέντο» δημιουργούν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις για τον κλάδο.
Εντός ενός τόσο ευμετάβλητου περιβάλλοντος, η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης του ελληνικού τουρισμού προϋποθέτει έναν ουσιαστικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό που θα αξιοποιεί τις τάσεις και ευκαιρίες και θα αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τις αδυναμίες του, όπως ενδεικτικά είναι η σημαντική εποχικότητα, η υπερσυγκέντρωση σε συγκεκριμένους προορισμούς, η εξάρτηση από tour operators και πτήσεις charter, οι αδυναμίες σε δημόσιες υποδομές, η ελλιπής φροντίδα του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος και οι ελλείψεις στη συστηματική εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού.
H πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε από την Deloitte και τη Remaco, για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ, αποτελεί μία ολοκληρωμένη πρόταση συγκεκριμένης και στοχευμένης συνολικής στρατηγικής, με εξειδίκευση σε σχέδια δράσης για 36 προορισμούς σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας. Αναγνωρίστηκαν πέντε κρίσιμοι άξονες, όπου απαιτείται συντονισμένη δράση όλων των φορέων και επικέντρωση των επενδύσεων, (α) βελτίωση των υποδομών, (β) αναβάθμιση και πιο συντονισμένη προώθηση του τουριστικού προϊόντος, (γ) ψηφιακή αναβάθμιση και μετασχηματισμός, (δ) προστασία του περιβάλλοντος και αειφορία και (ε) ενίσχυση των δεξιοτήτων και ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Η εστίαση στους άξονες αυτούς και η συστηματική υλοποίηση του σχεδιασμού εκτιμάται ότι μπορεί να ενδυναμώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και να τον διατηρήσει ως έναν βασικό πυλώνα βιώσιμης και αποκεντρωμένης οικονομικής ανάπτυξης με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις τοπικές κοινωνίες.
*Partner, Consulting της Deloitte Ελλάδος