του Μάνου Παπάζογλου*
Η Γαλλία πάντοτε αποτέλεσε ένα εργαστήριο πολιτικών εξελίξεων με επίδραση πέραν της δικής της επικράτειας. Οι πρωταγωνιστές των προεδρικών εκλογών, και η έκβαση του εκλογικού αγώνα προσφέρει ορισμένα σημαντικά ευρήματα, τα οποία ενδεχομένως να έχουν ερμηνευτική χρησιμότητα για την κατάσταση άλλων πολιτικών συστημάτων της Ευρώπης.
Ένα σημαντικό σφάλμα σε διάφορες αναλύσεις είναι η απευθείας σύγκριση, ή αντιπαραβολή πολιτικών εξελίξεων. Η Γαλλία έχει ένα μοναδικό ημι-προεδρικό σύστημα με απευθείας εκλογή προέδρου σε δύο γύρους, ο οποίος διατηρεί κυρίαρχη επιρροή στο εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας, στο βαθμό που καταφέρει να επικρατήσει και στις βουλευτικές εκλογές. Διαφέρει ουσιωδώς από τα κοινοβουλευτικά συστήματα, στα οποία ο πρωθυπουργός εκλέγεται από το κοινοβούλιο και διατηρεί την επιρροή του στο βαθμό κατά τον οποίο διατηρεί τον έλεγχο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Αν και η διάσταση της «προεδροποίησης» υφίσταται και στα κοινοβουλευτικά συστήματα, το ημι-προεδρικό σύστημα δημιουργεί θεσμικούς όρους, και δεν στηρίζεται απλώς σε πολιτικές πρακτικές, για έναν ισχυρό μονοπρόσωπο θεσμό στην κορυφή της κυβερνητικής ηγεσίας.
Φαινόμενο
Η εκλογική επικράτηση του απερχόμενου προέδρου Μακρόν δεν προδικάζει τις εξελίξεις σε άλλες χώρες. Ο Μακρόν είναι ένα φαινόμενο καθαυτό. Ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν συγκαταλέγεται στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, ενώ δέκα χρόνια πριν δεν είχε διεκδικήσει οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα. Εξελέγη πρόεδρος σε πρώιμη ηλικία για τα γαλλικά δεδομένα, δημιουργώντας ένα κίνημα το οποίο έδρασε ως πολιτικός μαγνήτης για τους ψηφοφόρους των δύο παραδοσιακών κομμάτων, της πρώην γκωλικής παράταξης και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Οι προεδρικές εκλογές 2022 ολοκλήρωσαν αυτή την ισχυρή κεντρομόλο επίδραση του LREM του Μακρόν, αφού οι δύο υποψήφιες των άλλοτε κραταιών κομμάτων, με την ισχύ των αξιωμάτων της δημάρχου Παρισιού (Ινταλγκό) και της επικεφαλής της μητροπολιτικής περιφέρειας του πυρήνα του γαλλικού κράτους (Πεκρές) προσέλκυσαν μόνο 1,7% και 4,8% αντίστοιχα.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένα ιδιόμορφο πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο η πολιτική ζήτηση κατευθύνθηκε όχι προς εναλλακτικές κεντρογενείς υποψηφιότητες, αλλά προς εκείνες οι οποίες λειτούργησαν ως ισχυρά πολιτικά αντίβαρα. Οι ψηφοφόροι της Λεπέν, του Μελανσόν και του Ζεμούρ επιδίωξαν την αποτροπή της πολιτικής κυριαρχίας του Μακρόν. Κατόρθωσαν να συγκροτήσουν ένα ισχυρό ανάχωμα, το οποίο αθροιστικά υπερέβη το 50% στον πρώτο γύρο, ενώ μείωσαν την εκλογική επίδοση του Μακρόν στο δεύτερο γύρο σε σχέση με το 2017, και ακόμη περισσότερο συγκριτικά προς το ανυπέρβλητο ποσοστό του Σιράκ απέναντι στον Λεπέν (82%, 2002).
Πόλωση
Αυτό είναι, νομίζω, το στοιχείο το οποίο πρέπει να προβληματίσει τους πολιτικούς παράγοντες στις άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Το γεγονός ότι το ήμισυ του εκλογικού σώματος προσχωρεί σε μία λογική πόλωσης και δυσπιστίας έναντι πολιτικών προσώπων και κυβερνητικών προγραμμάτων, τα οποία δεν εκπληρώνουν τις προσδοκίες τους για ευημερία.
Εάν στις αρχές του 21ου αιώνα μιλούσαμε για την από-ευθυγράμμιση των ψηφοφόρων από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και την κριτική στάση τους, σήμερα παρατηρούμε μία έντονη κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία μετασχηματίζεται σε στάσεις αντιπαράθεσης με την αναζήτηση ερεισμάτων στα άκρα (ή την αποχή).
Στη Γαλλία ειδικότερα, συνάγεται η αποτυχία διαδοχικών κυβερνητικών ηγεσιών να ελέγξουν το δημόσιο χρέος, το δημοσιονομικό έλλειμμα, να βελτιώσουν τις δημόσιες υπηρεσίες, να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα, και την κατάσταση στην αγορά εργασίας, και να προασπίσουν την αγοραστική δύναμη και ένα ποσοστό απασχόλησης εφάμιλλο προς τις τάσεις στις μεγαλύτερες οικονομίες.
Η πολιτική σκηνή της Γαλλίας, λοιπόν, αποτυπώνει εναργώς τις διαιρέσεις στα εκλογικά σώματα μεταξύ τμημάτων των ψηφοφόρων στα οποία επικρατεί η σύνεση και η συναίνεση προς τους μεταρρυθμιστικούς στόχους, και εκείνων των τμημάτων στα οποία επικρατεί η απαξίωση των στόχων αυτών, και η προσφυγή είτε σε μία προγενέστερη κατάσταση του παρελθόντος, είτε σε μία επί του παρόντος συγκεχυμένη αντίληψη για τις σχέσεις κράτους και οικονομίας σε συνθήκες έντονων οικονομικών διακυμάνσεων, ραγδαίας τεχνολογικής μεταβολής, κοινωνικής διαφοροποίησης και άλλων παγκόσμιων κινδύνων (περιβάλλον, ασφάλεια, ενέργεια, παραγωγή και διακίνηση εμπορευμάτων, πανδημία κλπ).
Η δεύτερη νίκη Μακρόν είναι η απαρχή μίας δύσκολης προεδρικής θητείας κατά την οποία θα δοκιμαστούν έντονα οι σχέσεις αντιπροσώπευσης, θα πρέπει να λειτουργήσει διαπλαστικά προς την αμφισβήτηση την οποία αντιμετωπίζει, και να ανταποκριθεί με πραγματικά κυβερνητικά αποτελέσματα στις βασικές αιτίες οι οποίες τροφοδοτούν μία πηγαία τάση προσφυγής στα άκρα. Δεν είναι μεγάλη η απόσταση μεταξύ ενσωμάτωσης, πολιτικής σταθερότητας και πολιτικού δράματος το οποίο δοκιμάζει τις αντοχές του δημοκρατίας, όπως διαπιστώσαμε την τελευταία δεκαετία σε δύο επιφανή δημοκρατικά συστήματα (Βρετανία, ΗΠΑ).
*Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr