του Γιώργου Στούμπου*
Ο Πολ Κρούγκμαν, σε άρθρο του στους New York Times (στις 12 Απριλίου) με τίτλο «Το διακύβευμα του πολέμου στην Ουκρανία και η μεγάλη ψευδαίσθηση», επιχειρεί έναν παραλληλισμό της oυκρανικής σύρραξης με τον αμερικανικό εμφύλιο. Ο πόλεμος αυτός, που ξεκίνησε το 1861, θεωρήθηκε από τους Νοτίους ως επιβεβλημένος για να υπερασπιστούν βασικές αρχές της κοινωνίας τους από τις πολιτικές εκδημοκρατισμού των Βορείων (που περιλάμβαναν την απαγόρευση της δουλείας). Το τέλος όμως αποδείχθηκε ολέθριο για τον Νότο. Ο Νότος πίστεψε ότι η Βρετανία, ως ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο εκείνη την εποχή, εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από το βαμβάκι του Νότου και δεν είχε άλλη επιλογή από το να παρέμβει υπερασπίζοντας τα συμφέροντά της και αυτά των Νοτίων. Η Βρετανία όμως αποφάσισε να παραμείνει στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Να αποδεχθεί τις οικονομικές επιπτώσεις ως το τίμημα για την αναδυόμενη νέα οικονομία στη Βόρειο Αμερική και την Αγγλία, που βασιζόταν σε κανόνες ελεύθερης αγοράς και εργασίας, μια διαδικασία, βέβαια, που πήρε δεκαετίες να εδραιωθεί.
Κατ’ αναλογία, ο επιτιθέμενος Πούτιν βρέθηκε στη λάθος πλευρά της Ιστορίας. Ξεκίνησε έναν πόλεμο υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του και υποτιμώντας τη θέληση και τις δυνατότητες της Δύσης να αντισταθεί και να επιβάλει κυρώσεις αποδεχόμενη τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Ακόμη και η «αξιολύπητη», λόγω της υπέρμετρης εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, Γερμανία ακολούθησε την Ε.Ε. στο δύσκολο μονοπάτι των κυρώσεων ως το τίμημα της αντίστασης στη ρωσική εισβολή.
Βέβαια εδώ συνάγονται και άλλα σημαντικά συμπεράσματα. Οι ενεργειακές και εμπορικές συναλλαγές ενώνουν οικονομίες, αλλά όχι λαούς, πολιτισμούς και ιστορικές διαδρομές. Οι χαμηλοί δασμοί, οι προσυμφωνημένες τιμές και οι αγωγοί ενέργειας δεν μπορούν να αποτελέσουν θεμέλιο για την ειρήνη. Το αντίθετο, μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση επετράπη σε έναν αυταρχικό ηγέτη να καταχραστεί την εξουσία του και να ξεκινήσει έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης. Ο εφησυχασμός που επέδειξε η Ευρώπη είχε καθαρά οικονομικά κίνητρα. Γύριζε συστηματικά αλλού το κεφάλι, εκεί που αθροίζονταν οικονομικά οφέλη, και όχι εκεί που εκκολάπτονταν ο αυταρχισμός και η απειλή.
Υπό αυτή την οπτική, η Δύση έχει τις ευθύνες της διαχρονικά. Επιλέγοντας να μην «επενδύσει» πολιτικά στη Ρωσία με στόχο να βοηθήσει τον εκδημοκρατισμό της και την ανάπτυξη μιας οικονομίας με διευρυνόμενη παραγωγική βάση, την καταδίκασε στον ρόλο μιας resource economy. Αυτό απέτρεψε τη σταδιακή συγκρότηση μιας μεσαίας τάξης με πολιτικές διεκδικήσεις. Η Ευρώπη έχει αναπτύξει τα εργαλεία, τις πολιτικές και την τεχνογνωσία με τα οποία θα μπορούσε να επηρεάσει, σε σημαντικό βαθμό, τον ενεργειακό της εταίρο να υιοθετήσει σταδιακά μια πολιτική φυσιογνωμία και οικονομικό προσανατολισμό που οδηγεί σε πιο ανοικτές, δημοκρατικές δομές. Αυτό άλλωστε έχει δοκιμαστεί ως πρακτική από την Αμερική και την Ευρώπη ακόμα και έναντι της Κίνας. Σε πολλούς τομείς, από τις εργασιακές συνθήκες στις γραμμές παραγωγής μέχρι τη βελτίωση προϊόντων με οικολογικό αποτύπωμα, η Κίνα, στο όνομα του οικονομικού της συμφέροντος, έχει βελτιωθεί σε μετρήσιμο βαθμό. Δυστυχώς κάτι ανάλογο δεν επιχειρήθηκε με τη Ρωσία. Το αντίθετο μάλιστα, όσο η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης μεγάλωνε τόσο η ρωσική πολιτική αποκτούσε την αυτονομία της και αύξανε τον μονοπωλιακό της αυταρχισμό. Στην πολιτική όπως και στη φύση δεν υπάρχει αδράνεια. Ό,τι δεν κερδίζεται, χάνεται.
Με τα νέα δεδομένα, η αναδιάταξη των δυτικών οικονομιών δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε ανώδυνη, ούτε ταχεία. Η Ε.Ε. ήδη χαμηλώνει τις προβλέψεις για ανάπτυξη τα επόμενα δύο χρόνια, τουλάχιστον κατά 1%, πριν ακόμη ο πόλεμος τελειώσει. Αυτό που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί είναι η επάρκεια των ενεργειακών πόρων (εκτός Ρωσίας), σε ανταγωνιστικές τιμές, καθώς και το κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης (π.χ. το υγροποιημένο αέριο απαιτεί νέες και πολυδάπανες υποδομές). Σε κάθε περίπτωση, η απεξάρτηση από τον πάροχο που προμήθευε το 40% με 50% των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης θα είναι δαπανηρή και μακράς διαρκείας. Άλλωστε, η Γερμανία επίσημα διατείνεται ότι η απεξάρτηση από τη Ρωσία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από το 2027.
Τα νέα επίπεδα πληθωρισμού αναιρούν, επίσης, τις αρχικές εκτιμήσεις των κεντρικών τραπεζών. Η αποκλιμάκωση από τα επίπεδα του 8% θα είναι μια μακροχρόνια και επίπονη διαδικασία, δεδομένου ότι οι αυξήσεις έχουν περάσει στις τιμές των πρώτων υλών, των ενδιάμεσων προϊόντων και των τιμών στο ράφι. Η αγορά εργασίας, από την άλλη, ασκεί συστηματικά πιέσεις για ενσωμάτωση των πληθωριστικών αυξήσεων στους μισθούς. Αυτή η εξέλιξη παραστατικά είναι σαν το «κάψιμο της γέφυρας που περνάς», δηλαδή καθιστά σχεδόν αδύνατη την επιστροφή σε τιμές προ της ενεργειακής κρίσης.
Μια άλλη σημαντική οικονομική επίπτωση για τη Δύση θα είναι η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Αυτή η τάση θα διαπεράσει όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, μικρές ή μεγάλες, περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένες. Όπως σημειώνει ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι (συγγραφέας του «Sapiens»), οι αμυντικοί προϋπολογισμοί πάντα αυξάνονται εις βάρος των δαπανών για την υγεία, την παιδεία, το κοινωνικό κράτος και την κλιματική αλλαγή. Οι εθνικές οικονομίες στην Ε.Ε. θα ανασυγκροτηθούν, αλλά με άλλο μείγμα πολιτικής και δαπανών, και σίγουρα όχι με αυτό που το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε σχεδόν προεξοφλήσει.
Τέλος, εν μέσω πολέμου είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι οικονομικές συνέπειες αμφίπλευρα. Όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Christian Lindner σε συνέντευξή του στην Die Zeit: «Το ερώτημα είναι σε ποιο σημείο οι οικονομικές κυρώσεις κάνουν περισσότερο κακό στη Ρωσία του Πούτιν παρά στην Ε.Ε.». Αυτή η κυνική διαπίστωση θα κρίνει, σε μεγάλο βαθμό, τη διάρκεια του πολέμου. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο νέος κόσμος που αναδύεται θα έχει όλα τα τρωτά του κόσμου που πεθαίνει. Τελικά η μνήμη δεν διδάσκει, αλλά εκδικείται. Έστω και εκτός συμφραζομένων, η φράση του Νίτσε «Η ατέρμονη επανάληψη του ιδίου» είναι τραγικά επίκαιρη.
*διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος