των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Φέτος η ημέρα της Ευρώπης (9 Μαΐου) αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Έπειτα από μία πανδημική κρίση η οποία έπληξε συνολικά την ήπειρο και εν μέσω ενός πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία (με τα αποτελέσματα του να επηρεάζουν άμεσα τις ευρωπαϊκές οικονομίες), το ενδιαφέρον έχει στραφεί προς τα συλλογικά όργανα της Ευρώπης.
Τομείς όπως η υγεία επωφελήθηκαν από την συντονισμένη ευρωπαϊκή δράση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ στην παρούσα φάση, η απάντηση στη Ρωσική επιθετικότητα υπό τη μορφή κυρώσεων, η αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, η αναζήτηση εναλλακτικών της Ρωσίας ενεργειακών προμηθευτών και η κατάρτιση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού σχεδιασμού απαιτούν μία κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική.
Συνεπώς, οι αποφάσεις και οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, ενώ τα συμφέροντα των κρατών-μελών εν πολλοίς ευθυγραμμίζονται. Στη δεδομένη αυτή συνθήκη είναι κρίσιμης σημασίας να εξεταστεί η σχέση μεταξύ ευρωπαίων πολιτών και ευρωπαϊκών θεσμών αφού οι τελευταίοι ενεργούν στο όνομα και το συμφέρον του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο (2021-2022) επιχειρεί μία συνεκτική επισκόπηση της αντίληψης των ευρωπαίων πολιτών για τη λειτουργία και τους θεσμούς της ένωσης. Συγκεκριμένα το ερωτηματολόγιο ρωτάει του συμμετέχοντες πόση εμπιστοσύνη έχουν στο θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις απαντήσεις να υποδεικνύουν σημαντική ετερογένεια στο βαθμό εμπιστοσύνης που δείχνουν οι πολίτες των κρατών μελών στην ΕΕ. Πολίτες από την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Εσθονία και τη Μάλτα τείνουν να εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό άνω του 60%, ενώ αντίθετα, πολίτες από τη Γαλλία και την Ελλάδα εμπιστεύονται την ένωση σε ποσοστό μικρότερο του 40%.
Η χώρα μας αποτελεί μία ιδιότυπη περίπτωση, αφού επιδεικνύει εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης προς την ΕΕ (39%), η οποία εκ πρώτης όψης δύσκολα εξηγείται. Χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία επίσης δοκιμάστηκαν από οικονομικές κρίσεις την προηγούμενη δεκαετία, ωστόσο εμπιστεύονται σε μεγάλο βαθμό την ΕΕ (69% και 63% αντίστοιχα) παρά τις μνημονιακές πολιτικές που κλήθηκαν να εφαρμόσουν. Οι χώρες της Βαλτικής, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία επίσης γειτονεύουν με χώρες που τηρούν επιθετική εξωτερική πολιτική (Ρωσία) αλλά ταυτόχρονα εμπιστεύονται τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς (63%, 59% και 50% αντίστοιχα). Ακόμα και η Κύπρος με την οποία η Ελλάδα μοιράζεται την αντίληψη για τους κινδύνους και διαμορφώνει κοινή εξωτερική πολιτική, εμπιστεύεται αισθητά περισσότερο την ΕΕ (46%).
Tην ίδια στιγμή, όμως, η Ελλάδα ήταν η χώρα που υπέφερε πολύ περισσότερο από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα σήμερα είναι κατά 22% χαμηλότερο από ό,τι το 2007. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ευρωβαρόμετρο του Οκτωβρίου 2007 το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωναν ότι «εμπιστεύονται την ΕΕ» ήταν 65% στην Ελλάδα έναντι 48% στο σύνολο της ΕΕ! Λόγω της κρίσης, παράλληλα με το βιοτικό επίπεδο κατέρρευσε και η εμπιστοσύνη προς την ΕΕ. Στο Ευρωβαρόμετρο του Νοεμβρίου 2012 το ποσοστό όσων εμπιστεύονται την ΕΕ στην Ελλάδα είχε πέσει από το 65% στο 18%. Στη συνέχεια, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε ξανά (σε 39% σήμερα), παραμένει όμως σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι το 2007.
Ίσως όμως η πραγματική αντίληψη των Ελλήνων για την ΕΕ να είναι πιο σύνθετη από ό,τι αφήνει να εννοηθεί ο δείκτης του Ευρωβαρόμετρου. Σε πρόσφατη έκθεση της ΔιαΝΕΟσις, το 64% των ερωτηθέντων αποτιμά θετικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, ενώ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό θα ήθελε έναν πιο ενεργό ρόλο της ΕΕ στους τομείς της υγείας, άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και παιδείας. Φαίνεται λοιπόν πως οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τα οφέλη που πηγάζουν από τη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα για τη χώρα τους, και μάλιστα επιθυμούν περισσότερα χειροπιαστά αποτελέσματα τόσο στην καθημερινότητά τους όσο και στα εθνικά θέματα από τις κοινές πολιτικές που αναλαμβάνονται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό είναι ένα στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί, ώστε τα οφέλη από την κοινή Ευρωπαϊκή πορεία να φτάσουν τον μέσο ευρωπαίο πολίτη.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr