των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη
Οι αλλεπάλληλες οικονομικές αναταράξεις λόγω της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία έχουν θέσει την αγορά εργασίας σε ένα μεταβατικό στάδιο που αναζητά το νέο σημείο ισορροπίας. Η εικόνα στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ετερογένειας τόσο ανάμεσα στα κράτη-μέλη, όσο και ανάμεσα στους διαφόρους τομείς της οικονομίας.
Το σημείο εκκίνησης, ώστε να εξηγηθεί η σημερινή κατάσταση στην αγορά εργασίας, είναι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτές είναι υπεύθυνες για την ταχεία και ισχυρή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας με το πέρας των απανωτών lockdowns, επηρεάζοντας όμως ασύμμετρα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας. Στην Ευρώπη η κύρια απάντηση για την προστασία των εργαζομένων έλαβε τη μορφή προγραμμάτων μειωμένης απασχόλησης (short-time work schemes) και διαθεσιμότητας (furlough schemes). Χάρη στα μέτρα αυτά, πολλές θέσεις εργασίας διατηρήθηκαν ακόμα κι αν οι ώρες εργασίας μειώθηκαν, το ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε σε διαχειρίσιμα επίπεδα, και η οικονομική ανάκαμψη διευκολύνθηκε (βλ. προηγούμενο σημείωμα).
Το οικονομικό σοκ όμως που προκάλεσε η πανδημία, δεν προσομοιάζει σε προηγούμενες παγκόσμιες κρίσεις. Η πανδημία έπληξε κυρίως τομείς υψηλού συγχρωτισμού (εστίαση, φιλοξενία κ.ά.), ενώ οι συνέπειες της φάνηκαν άμεσα στο προϋπολογισμό των νοικοκυριών (αντίθετα από ό,τι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 η οποία είχε ξεκινήσει από τον χρηματοπιστωτικό τομέα). Επίσης, η Ευρωπαϊκή απάντηση για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας αφορούσε κυρίως συμβάσεις αορίστου χρόνου, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχικούς ή μερικής απασχόλησης εργαζομένους. Συνεπώς, η εικόνα της αγοράς εργασίας σήμερα διαφέρει σημαντικά ανά χώρα και ανά τομέα της οικονομίας, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν ανάμεσα στα κράτη μέλη περιπτώσεις “σφιχτής” αγοράς εργασίας, όπου η ζήτηση για εργατικά χέρια είναι τουλάχιστον ίση με την προσφορά, και “υποτονικής” αγοράς εργασίας, όπου η «υποτονικότητα» μετριέται ως άθροισμα (α) όσων ψάχνουν για δουλειά αλλά δεν βρίσκουν, (β) όσων ψάχνουν για δουλειά αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι, (γ) όσων είναι διαθέσιμοι αλλά δεν ψάχνουν για δουλειά, και τέλος (δ) όσων υποαπασχολούνται.
Το γράφημα είναι ενδεικτικό της διαφοροποίησης ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά υποτονικότητας στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, χώρες όπως η Τσεχία, η Μάλτα και η Πολωνία επιδεικνύουν μία «σφιχτή» αγορά εργασίας με χαμηλά ποσοστά «υποτονικότητας». Επίσης στο γράφημα διαφαίνεται και η επίπτωση της πανδημίας. Συγκεκριμένα, όλες οι χώρες παρουσιάζουν ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό εργατικού δυναμικού το οποίο παρότι διαθέσιμο δεν αναζητά εργασία. Το φαινόμενο αυτό, ενδέχεται να σχετίζεται με τη διστακτικότητα επιστροφής σε χώρους εργασίας είτε λόγω υγειονομικών ανησυχιών, είτε λόγω τήρησης στάσης αναμονής ώστε να βρεθεί η κατάλληλη θέση (δυνατότητα που ενδεχομένως να οφείλεται στην αύξηση των αποταμιεύσεων και τα στοχευμένα επιδόματα στήριξης προς τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της πανδημίας).
Στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας απέχει πολύ από τα επίπεδα πλήρους απασχόλησης, αν και έχει καταγράψει μείωση τελευταία, ενώ πολλοί εργαζόμενοι καταφεύγουν από ανάγκη (και όχι από επιλογή) σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Βέβαια, σε κάποιους τομείς η εικόνα διαφέρει. Για παράδειγμα, στον τουρισμό οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις (με τις προσφερόμενες αποδοχές και συνθήκες εργασίας). Είναι γεγονός πως κατά την πανδημία οι εργαζόμενοι στην τουριστική βιομηχανία επλήγησαν σημαντικά, με τις τουριστικές επιχειρήσεις να αναστέλλουν τη λειτουργία τους. Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε πολλούς εργαζόμενους στην αναζήτηση νέων ευκαιριών σε διαφορετικούς κλάδους. Η αδυναμία όμως προσέλκυσης των εργαζομένων στον τουρισμό, σε φάση πλήρους ανάκαμψης της τουριστικής κίνησης, υποδηλώνει και την αδυναμία παροχής ανταγωνιστικών αποδοχών και συνθηκών εργασίας.
Πίσω από αυτό το παροδικό ενδεχομένως φαινόμενο κρύβεται μια μονιμότερη παθογένεια. Το μοντέλο ανάπτυξης του τουρισμού («βαριάς βιομηχανίας» της χώρας, σύμφωνα με το κλισέ) είναι «φτηνό»: η συνταγή του είναι υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, χαμηλή προστιθέμενη αξία, χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών, χαμηλές δεξιότητες, χαμηλές αμοιβές. Η αύξηση της ανεργίας, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, και η υποχώρηση των μισθών της προηγούμενης δεκαετίας κρατάνε ζωντανές επιχειρηματικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης, σύμφωνα και με τις συστάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη, αναμένεται ακόμη.
*πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr