του Κωνσταντίνου Τσιμπούκα*
Στη χώρα μας, τα σιτηρά για τα οποία διακρίνεται μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιό τους, είναι κυρίως το μαλακό σιτάρι (με ποσοστό αυτάρκειας μόνο 22%) και ο καρπός αραβοσίτου που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως ζωοτροφή (με ποσοστό αυτάρκειας 60%). Το 50% της κατανάλωσης μαλακού σιταριού αφορά την παραγωγή αλεύρων αρτοποιίας και το υπόλοιπο 50% (υποβαθμισμένης ποιότητας) χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. Από το σύνολο των εισαγόμενων ποσοτήτων μαλακού σιταριού (περίπου 1 εκατ. τόνοι), το 25% εισάγεται από χώρες εκτός Ε.Ε., δηλαδή κυρίως από χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Όσον αφορά τον αραβόσιτο, από τις εισαγόμενες ποσότητες (περίπου 800 χιλ. τόνοι), το 80% προέρχεται από χώρες της Ε.Ε. Ακόμη χαμηλότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές παρατηρείται στο κριθάρι (ποσοστό αυτάρκειας 83%), όπου επί συνόλου περίπου 100 χιλ. τόνων εισαγωγών, το 80% προέρχεται από χώρες της Ε.Ε. Το κριθάρι χρησιμοποιείται κυρίως για ζωοτροφή, ενώ ορισμένες ποσότητες (63 χιλ. τόνοι ή το 14% της φαινόμενης κατανάλωσης) χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία της ζυθοποιίας. Τέλος, το ισοζύγιο του σκληρού σιταριού (για παραγωγή σιμιγδαλιού και ζυμαρικών) είναι πλεονασματικό, με εξαγωγές περίπου 350 χιλ. τόνους/έτος.
Από τα παραπάνω εκτιμάται ότι είναι δυνατόν το έλλειμμα των σιτηρών να καλυφθεί με εισαγωγές από χώρες της Ε.Ε. ή τρίτες χώρες πλην της Ουκρανίας και Ρωσίας. Όμως πρόβλημα θα παρατηρηθεί κυρίως από τη γρήγορη άνοδο των τιμών των τροφίμων. Ειδικότερα με βάση τους μηνιαίους υποδείκτες ομάδων, υποομάδων του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του 2022 (με έτος βάσης το 2020=100), της ΕΛΣΤΑΤ, για το αλεύρι και άλλα δημητριακά εμφανίζεται ο αντίστοιχος υποδείκτης με τιμή 101,12 τον Δεκέμβριο του 2021, ενώ αυξάνεται σε 113,28 τον Φεβρουάριο του 2022. Οι αυξήσεις αυτές των τιμών των τροφίμων θα επηρεάσουν εντονότερα τα φτωχά νοικοκυριά, αφού, με βάση έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΛΣΤΑΤ 2020), το 35,9% της μέσης μηνιαίας ισοδύναμης δαπάνης των φτωχών (συνολικής αξίας 304,1 ευρώ) αφιερώνεται για την προμήθεια ειδών διατροφής και μη οινοπνευματωδών ποτών, έναντι 22,2% στο μη φτωχό πληθυσμό που η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη ανέρχεται σε 877,1 ευρώ. Είναι προφανές ότι χρειάζονται μέτρα κοινωνικής πολιτικής για τη διασφάλιση της διατροφής του φτωχού πληθυσμού.
Πολύ σημαντικές αυξήσεις γνώρισαν επίσης οι ζωοτροφές (από 20% έως 60% στην Ε.Ε. των 27). Η αύξηση των τιμών στην ενέργεια (κυρίως καύσιμα και ηλεκτρισμός), αλλά και ευρύτερα η άνοδος των τιμών βασικών γεωργικών εισροών, ιδιαίτερα στα λιπάσματα (ετήσια αύξηση έως 100% στην Ε.Ε. των 27), ωθούν αφενός σε αύξηση του κόστους παραγωγής και των τιμών των γεωργικών προϊόντων/τροφίμων και αφετέρου στις ανάγκες εξεύρεσης πολύ υψηλότερου κεφαλαίου κίνησης για την πραγματοποίηση των απαραίτητων καλλιεργητικών εργασιών. Αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η διευκόλυνση των χορηγήσεων κεφαλαίων κίνησης με χαμηλό κόστος, ώστε οι γεωργοί να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τις εκτάσεις που σχεδιάζουν. Άλλως, κατά την παρούσα περίοδο, θα παρατηρηθούν φαινόμενα μη επιθυμητά, δηλαδή της μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων και συρρίκνωσης της μελλοντικής αγροτικής παραγωγής. Να σημειωθεί ότι υπολογίζονται ότι υπάρχουν ακόμη 1,5 εκατ. στρέμματα που σταμάτησαν να καλλιεργούνται με σιτηρά κατά την πρόσφατη πενταετία, που με τη χορήγηση καταλλήλων κεφαλαίων κίνησης χαμηλού κόστους μπορούν να επανενταχθούν στη διαδικασία παραγωγής σιτηρών.
Τέλος, η παροχή γεωργικών συμβουλών μπορεί να διευκολύνει την εφαρμογή καλλιεργητικών τεχνικών με στόχο τον (μερικό) περιορισμό των χρησιμοποιούμενων χημικών λιπασμάτων και συρρίκνωσης (ως έναν βαθμό) της παρατηρούμενης σπατάλης στη χρήση εισροών (ενέργεια, λιπάσματα), συμβάλλοντας στη μείωση του κόστους παραγωγής.
*καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών