του Χρήστου Ιωάννου*
Παρά τη μείωση του δείκτη ανεργίας έναντι του 2019, και τις ρυθμιστικές βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, η πρόκληση της απασχόλησης παραμένει κορυφαία για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, στο παρόν και στο μέλλον τους. Επείγει να αποκτήσουμε στρατηγική για την πολιτική απασχόλησης. Ας δούμε γιατί.
Πρώτον, παρά τη σημαντική ανθεκτικότητα της απασχόλησης εν μέσω της διετούς κρίσης λόγω πανδημίας, με την υποστήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων, και θέσεων εργασίας, τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα, συγκρινόμενα με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, παλαιότερα και νεότερα, παραμένουν τα χαμηλότερα. Το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών στην Ελλάδα το 2021 ήταν 62,6%. Στην ΕΕ ήταν 73,1%. Το θετικό είναι ότι η Ελλάδα έκλεισε, κατά τι, σε 10,5 ποσοστιαίες μονάδες το χάσμα, που ήταν 11,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2019.
Δεύτερον, παρά τη βελτίωση του ποσοστού απασχόλησης της περιόδου 2019-2021, το σημείο εκκίνησης το 2019 ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Συγκρινόμενη με τον εαυτό της η Ελλάδα ήταν το 2019 σε στασιμότητα δεκαετιών. Το ποσοστό απασχόλησης ήταν στα επίπεδα του 2000, και λίγο χαμηλότερο (2000: 61,9%, 2019: 61,2%). Δηλαδή το 2021 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι 0,7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο του 2000. Το 2000 στην τότε ΕΕ των 15 κρατών-μελών το ποσοστό απασχόλησης ήταν 68,2%. Με άλλα λόγια, κράτη-μέλη, παλαιά και νέα, προχωρήσαν, το αυξήσαν. Η Ελλάδα όχι.
Είναι τόσο σημαντική αυτή η «δεικτολογία» για το ποσοστό απασχόλησης; Είναι. Η οικονομική ευημερία κάθε κοινωνίας – και της ελληνικής – συνδέεται με δύο παράγοντες: πρώτον, το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, και, δεύτερον, το παραγόμενο προϊόν αυτού του πληθυσμού, την παραγωγικότητά του. Όταν το ποσοστό απασχόλησης είναι και μένει χαμηλό, τότε και το κατά κεφαλήν προϊόν και εισόδημα της χώρας μένει χαμηλά.
Τρίτον, σε αυτήν τη συζήτηση, πρέπει πλέον να εισαγάγουμε, έστω με καθυστέρηση δεκαετίας ή εικοσαετίας, μια ακόμη παράμετρο, ιδιαίτερα κρίσιμη για την Ελλάδα. Τη δημογραφική. Η οποία δεν μας έχει απασχολήσει τα προηγούμενα χρόνια. Αν και είναι θεμελιώδης. Δεν είναι μόνον ότι το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν και είναι χαμηλό. Συμβαίνει ταυτόχρονα να μειώνεται ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας που διαθέτει η Ελλάδα. Που σημαίνει ότι ακόμη κι όταν αυξάνεται – που πρέπει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια – το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, ο πληθυσμός αυτός μειώνεται, συρρικνώνεται.
Στην Ελλάδα του 2000 ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών ήταν 6.344,6 χιλιάδες. Στην Ελλάδα του 2020 ήταν 6.160,4 χιλιάδες. Σχεδόν 185 χιλιάδες λιγότεροι. Ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών αυξανόταν έως το 2008. Από το 2009 άρχισε να μειώνεται σταθερά. Και να γηράσκει. Ο μέσος όρος ηλικίας των απασχολουμένων πλησιάζει τα 45 έτη. Οι αδήριτοι νόμοι της δημογραφίας δείχνουν συνεχή μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών τα επόμενα χρόνια. Για δεκαετίες. Και γήρανση.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, των χαμηλών ποσοστών απασχόλησης, της δημογραφικής κάμψης και της γήρανσης, χρειαζόμαστε κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι γινόταν τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες. Μια πολιτική απασχόλησης με μέσα και στόχους (για το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, για το ποσοστό απασχόλησης των νέων, για την ενεργό γήρανση των μεγαλύτερων ηλικιών) που να συμβάλλει στον αναγεννητικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Που να προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης και ποιότητα ζωής στους πολίτες της, και ιδιαίτερα τους νέους και τις νέες. Για τον μετασχηματισμό μας σε μια κοινωνία δυναμική, εξελισσόμενη και δημιουργική και μία εθνική οικονομία ισχυρή, παραγωγική, που θα κάμπτουν τις αρνητικότερες δημογραφικές προοπτικές.
*διευθυντής του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr