των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Η πανδημία με τα απανωτά lockdowns και την αναστολή της παραγωγικής δραστηριότητας (προσωρινή για τις περισσότερες επιχειρήσεις, αλλά και μόνιμη για κάποιες) άλλαξε ριζικά το τοπίο της εργασίας. Αρκετοί εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης ή/και προσωρινής απόλυσης, να στραφούν σε διαφορετικούς κλάδους, ακόμα και να μεταναστεύσουν, ή να εργαστούν ψηφιακά σε επιχειρήσεις που εδρεύουν στο εξωτερικό, προς αναζήτηση καλύτερων επαγγελματικών ευκαιριών. Η τάση αυτή αποτυπώνεται ήδη στην αδυναμία κλάδων (π.χ. τουρισμός) που προ πανδημίας ευημερούσαν να καλύψουν κενές θέσεις. Ωστόσο δεν μπορούν να καταλογίζονται όλες οι παρούσες ανεπάρκειες της αγοράς εργασίας στη βαθιά αλλά παροδική πανδημική κρίση: και πριν την εμφάνιση του κορωνοϊού, η χώρα μας αντιμετώπιζε χρόνια δομικά προβλήματα στην απασχόληση.
Μια αγορά εργασίας που λειτουργεί αποτελεσματικά μπορεί να αντιστοιχεί τις δεξιότητες των εργαζομένων με τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Όταν η διαδικασία αυτή γίνεται ομαλά, χωρίς τριβές, το όφελος είναι αμοιβαίο: οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας αντίστοιχες με τα προσόντα τους και οι επιχειρήσεις καλύπτουν τις ανάγκες τους με το κατάλληλο προσωπικό. Αντίθετα, οι τριβές αντιστοίχισης προκαλούν σημαντικό κόστος, το οποίο επιβαρύνει τόσο τους εργαζομένους όσο και τις επιχειρήσεις, μειώνοντας τις επιδόσεις και των δύο.
Η ελληνική αγορά εργασίας ιστορικά πάσχει στον τομέα αυτό. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα έρευνας του Eurofound, βασισμένης σε ερωτηματολόγια προς τις επιχειρήσεις τα οποία συλλέχθηκαν το 2019, το ποσοστό των εργαζομένων που διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες για τη θέση στην οποία εργάζονται ήταν πολύ χαμηλό στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μόλις 33% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα απάντησε πως η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων τους (πάνω από 80%) διαθέτουν τις σωστές δεξιότητες για τη θέση που κατέχουν. Αντίθετα, 36% των επιχειρήσεων δήλωσαν πως το ποσοστό των εργαζομένων τους που βρίσκονται στη σωστή θέση με βάση τις δεξιότητες τους είναι κάτω από 60% (βλ. γράφημα). Τα στοιχεία καταδεικνύουν πως στην αντιστοίχιση των δεξιοτήτων η Ελλάδα απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (47% των επιχειρήσεων δήλωσαν πως άνω του 80% των εργαζομένων τους κατέχει τις σωστές δεξιότητες για τη θέση, ενώ μόλις το 24% των επιχειρήσεων δήλωσαν πως ποσοστό μικρότερο του 60% των εργαζομένων διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες). Αυτό είναι παράδοξο: δεδομένου ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει υψηλό, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε λογικά να διαθέτουν μεγαλύτερη ευχέρεια να επιλέξουν τον κατάλληλο υποψήφιο.
Τα ευρήματα του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων του CEDEFOP επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα για το 2022, στο πεδίο της αντιστοίχισης δεξιοτήτων η χώρα μας κατατάσσεται στην 30η θέση, σε σύνολο 31 χωρών. Επίσης, στοιχεία από την τελευταία Έρευνα Δεξιοτήτων Ενηλίκων του ΟΟΣΑ (PIAAC) δείχνουν ότι το ποσοστό ατόμων ηλικίας 15 έως 64 με «σφαιρικές δεξιότητες» στην Ελλάδα (9,3%) είναι το χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα εκτός από την Τουρκία και τη Χιλή.
Οι αιτίες για την αρνητική αυτή επίδοση θα πρέπει να αναζητηθούν στο λεγόμενο «σύστημα παραγωγής δεξιοτήτων», καθώς και στην αλληλεπίδρασή του με την αγορά εργασίας. Καταρχάς, παρότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, οι δεξιότητες των πτυχιούχων δεν έχουν βελτιωθεί αναλόγως. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25 έως 34 με πτυχίο σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2020 (από 23,3% σε 43,7%), και έχει πλέον ξεπεράσει τον μέσο όρο της ΕΕ (40,5% το 2020). Όμως, στοιχεία από την έρευνα PIAAC για το 2015 δείχνουν ότι 18,7% των πτυχιούχων στερούνταν βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων. Το ποσοστό της Ελλάδας ήταν το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα, και διπλάσιο από ό,τι στη χώρα με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση (Λιθουανία, 9,3%).
Από την άλλη, η ποιότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι χαμηλή. Το θέμα είναι τεράστιο, και αφορά τόσο την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (που παρέχει κυρίως το κράτος) όσο και τη συνεχιζόμενη (που χρηματοδοτείται κυρίως από το ΕΣΠΑ και άλλα προγράμματα της ΕΕ). Για τη χαμηλή συμμετοχή στην κατάρτιση ευθύνονται και οι επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα μόλις το 18,5% των εργαζομένων παρακολούθησε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης οργανωμένο από τον εργοδότη του, όταν στην ΕΕ το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 42,9%. Το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο αποτελείται στην πλειοψηφία του από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους, οι οποίες δεν επενδύουν σε προγράμματα κατάρτισης των εργαζομένων τους. Όμως και οι μεγαλύτερες σε μέγεθος ελληνικές επιχειρήσεις προσφέρουν κατάρτιση σε μικρότερο βαθμό από ό,τι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο In focus, η αδιαφορία των επιχειρήσεων για την κατάρτιση συνιστά εμπόδιο για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου.
Η έλευση της πανδημίας αναμφίβολα όξυνε το πρόβλημα. Ωστόσο, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρει ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε με καλά σχεδιασμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης να βελτιωθεί σημαντικά η επίδοση της ελληνικής αγοράς εργασίας στην αντιστοίχιση δεξιοτήτων και θέσεων εργασίας. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αφιερώνει 2,4 δις ευρώ σε μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την τεχνική κατάρτιση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Συνοπτικά το σχέδιο δίνει μεγάλη έμφαση στη στήριξη του ιδιωτικού τομέα ώστε να παρέχει τα απαραίτητα προγράμματα απόκτησης και αναβάθμισης των δεξιοτήτων των εργαζομένων, ενώ επίσης προβλέπει τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από τον ΟΑΕΔ. Ενδεικτικό της στόχευσης του σχεδίου είναι η μεταρρύθμιση της κατάρτισης των εργαζομένων, η οποία προβλέπεται να εφαρμοστεί οριζόντια σε ολόκληρο το εργατικό δυναμικό, με έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες.
Παρότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια έχουν λύσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης, η διαθεσιμότητα πόρων δεν αρκεί. Θα πρέπει οι πόροι να διοχετευθούν σε δράσεις που αναβαθμίζουν το σύστημα παραγωγής δεξιοτήτων, και ανεβάζουν το επίπεδο των δεξιοτήτων των εργαζομένων και ανέργων στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα η συζήτηση έχει επικεντρωθεί περισσότερο στο πρόβλημα της χαμηλής απορροφητικότητας. Το ζήτημα όμως δεν είναι η απορρόφηση με κάθε τίμημα, αλλά η κατάθεση καλά σχεδιασμένων προγραμμάτων κατάρτισης που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, από φορείς που πιστοποιούνται εκ των προτέρων για την ποιότητα της παρεχόμενης κατάρτισης, και οι οποίοι ελέγχονται εκ των υστέρων ως προς τις επιδόσεις των καταρτιζομένων στην αγορά εργασίας.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr