της Ξανθής Γούναρη
Με τις επιχειρήσεις να προσπαθούν να επουλώσουν τις «πληγές» της πανδημίας και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν το «θηρίο» των ενεργειακών επιβαρύνσεων, το άλμα στο αύριο περνάει μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την εταιρική διακυβέρνηση, τη βιωσιμότητα και την εξωστρέφεια λέει στον ΟΤ ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της Ernst & Young Ελλάδος.
Παρότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα βελτίωσης, η αντιμετώπιση χρόνιων ενδογενών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, όχι μόνο στην προσέλκυση επενδύσεων, που κατά τον κ. Παπάζογλου «είναι μια διαρκής μάχη», αλλά και στη σύνδεση της επιχειρηματικότητας με την εκπαίδευση.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η θέση του CEO της Ernst & Young Ελλάδος και για το πώς η χώρα μας μπορεί να εκμεταλλευτεί τη θέση της εν όψει των μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών, ενώ αναφερόμενος στο brain drain και στη συμπεριληπτικότα στον εργασιακό περιβάλλον τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια.
– Στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό όχι μόνο υψηλών προσόντων, αλλά και εξειδικευμένους τεχνίτες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Φταίει μόνο η πανδημία; Ποιες είναι οι προοπτικές στον τομέα της απασχόλησης γενικότερα;
Είναι, πράγματι, ένα ζήτημα που, ως EY, το έχουμε αναδείξει εδώ και χρόνια, μέσω μιας έρευνας που δημοσιεύσαμε πριν λίγα χρόνια, μαζί με την Endeavor και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχετικά με την εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν ήταν προσανατολισμένο στους τομείς της οικονομίας στους οποίους η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και στους οποίους πρέπει να βασιστεί η ανάπτυξή της, αλλά, αντίθετα, τείνει να παράγει επιστήμονες σε τομείς με μικρότερη ζήτηση. Έτσι, έχουμε το φαινόμενο έλλειψης σημαντικών δεξιοτήτων, που συνυπάρχει με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Ο τουρισμός και η πληροφορική είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, όμως υπάρχουν και άλλα, όπως τα ναυτικά επαγγέλματα, το εξαγωγικό μάρκετινγκ, οι εξειδικευμένοι μηχανικοί εργοστασίων, αλλά και ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων που συνδέονται με τον αγροδιατροφικό τομέα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πλήρη επανασχεδιασμό των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, πολύ στενότερη συνεργασία της πανεπιστημιακής κοινότητας και του επιχειρείν, μέσω, για παράδειγμα, εκτεταμένων προγραμμάτων πρακτικής άσκησης, και προγράμματα επανακατάρτισης με ευθύνη, τόσο του δημόσιου, αλλά κυρίως του ιδιωτικού τομέα. Χρειαζόμαστε, επίσης, ενίσχυση των προγραμμάτων επαγγελματικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση, για να έχουν τα νέα παιδιά σαφή εικόνα των αναγκών και των ευκαιριών στην αγορά εργασίας, για επιλογές που θα συμβαδίζουν και με τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ταλέντα.
Παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρώ ότι ακόμη έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε, και αυτό θα πρέπει να είναι μια συλλογική προσπάθεια της Πολιτείας, των επιχειρήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και των ίδιων των νέων.
– Ποιοι είναι οι τομείς στους οποίους οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να κάνουν τις σημαντικότερες αλλαγές; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αγκυλώσεις; Τι έχει αλλάξει στα χρόνια της πανδημίας; Τι αλλάζει σήμερα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία;
Αν έπρεπε να απαντήσω επιγραμματικά, θα έλεγα: ψηφιακός μετασχηματισμός, εταιρική διακυβέρνηση, βιωσιμότητα και εξωστρέφεια. Αρχικά, η ψηφιακή τεχνολογία δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά είναι πλέον παράγων επιβίωσης για τις εταιρείες, ανεξαρτήτως του κλάδου που επιχειρούν, αφού διαπερνά όλες τις δραστηριότητες, και μετασχηματίζει όλες τις πτυχές μίας επιχείρησης, από την εσωτερική οργάνωση και τα logistics, μέχρι τα κανάλια διανομής και την αλληλεπίδραση με τον πελάτη.
Από την άλλη, η ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, και, κατ’ επέκταση, στην προσέλκυση κεφαλαίων, αλλά και σε καλύτερες επιχειρηματικές αποφάσεις.
Και σε μία εποχή όπου οι καταναλωτές είναι πιο ευαισθητοποιημένοι και ενημερώνονται περισσότερο από ποτέ για θέματα κλιματικής παιδείας και βιώσιμης ανάπτυξης, η μετάβαση σε πιο πράσινες επιχειρήσεις, δεν αποτελεί μόνο απαίτηση της κοινωνίας, αλλά εμπεριέχει και πολλαπλές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις.
Τέλος, η ανάπτυξη των εξαγωγών, ειδικά για τη χώρα μας, που είναι μια μικρή αγορά, είναι μονόδρομος. Έχουμε πληρώσει ακριβά την έντονη εσωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων στο παρελθόν, και όλοι διαπιστώνουμε σήμερα ότι οι πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις στη χώρα μας, είναι αυτές που έχουν διασχίσει τα σύνορα και έχουν ισχυρή παρουσία στο εξωτερικό.
– Αναφορικά με το οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον, οι επενδυτές έχουν πειστεί πως ό,τι ισχύει σήμερα στη χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε ισχύ και στα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια; Αποτελεί η Ελλάδα σήμερα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό;
Η τακτική έρευνα της ΕΥ, Attractiveness Survey Ελλάδα, που παρουσιάζουμε κάθε χρόνο από το 2019 – τη φετινή έκδοση της οποίας θα παρουσιάσουμε αυτόν τον Ιούλιο στο InvestGR Forum – δείχνει μια σταθερή βελτίωση της εικόνας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Το αποδεικνύουν, άλλωστε, και τα πραγματικά στοιχεία των άμεσων ξένων επενδύσεων, τόσο ως προς τα απόλυτα μεγέθη, όσο και ως προς την ποιοτική σύνθεσή τους.
Έχουμε καλές επιδόσεις σε μια σειρά από σημαντικά κριτήρια, όπως η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, οι υποδομές και άλλα, ενώ φαίνεται να αναγνωρίζεται η πρόοδος που σημειώνεται.
Ωστόσο, θέσατε την ερώτηση στη σωστή της βάση, δηλαδή, κατά πόσον αυτό θα συνεχίσει να ισχύει στα επόμενα χρόνια. Η προσέλκυση των επενδύσεων είναι μια διαρκής μάχη, με έντονο ανταγωνισμό, όπου όλες οι χώρες προσπαθούν να βελτιώσουν τη σχετική τους θέση. Χρειάζεται, συνεπώς, συνεχής προσπάθεια για να είμαστε ένα βήμα μπροστά.
Πρέπει να συνεχίσουμε να ενισχύουμε τα ισχυρά μας σημεία, όπως οι ανθρώπινες δεξιότητες και η ποιότητα ζωής στη χώρα, αλλά, κυρίως, να εστιάσουμε στα σημεία που χρήζουν περαιτέρω βελτίωσης, όπως είναι η γραφειοκρατία, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης και η έρευνα και ανάπτυξη. Και, πάνω απ’ όλα, πρέπει να περιφρουρήσουμε τη σημαντικότερη κατάκτηση, που είναι η πολιτική σταθερότητα και η κοινωνική ηρεμία.
– Η στροφή προς την ψηφιακή οικονομία και η βιωσιμότητα ήταν οι δύο ισχυρές τάσεις που κυριαρχούσαν εφέτος στην Ευρώπη. Σε ένα άκρως αβέβαιο πολεμικό σκηνικό, όπως το σημερινό, όπου όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, αυτές οι αλλαγές επιταχύνονται; Πώς αντιμετωπίζουν τη νέα κανονικότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις; Οι σημερινές, μεγάλες διεθνείς γεωπολιτικές προκλήσεις μπορούν να ιδωθούν περισσότερο ως ευκαιρία;
Ο πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης, είναι μια δραματική εξέλιξη στην οποία οφείλουμε όλοι να αντιδράσουμε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσουμε να αποτελέσει πρόφαση για την εγκατάλειψη στρατηγικών επιλογών, όπως είναι η μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη και πράσινη οικονομία. Αντίθετα, το υψηλό κόστος της εξάρτησης της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα επιβεβαιώνει την ορθότητα αυτής της επιλογής.
Αν δεν είχαμε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, το κόστος της ενέργειας θα ήταν ακόμη υψηλότερο. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, θεωρώ, πράγματι, ότι έχουμε μπροστά μας μια ευκαιρία.
Η κρίση αυτή φαίνεται να ενισχύει την αντίληψη που δημιούργησε και η πανδημία, ότι πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας από αγορές που δεν είναι ιδιαίτερα προβλέψιμες ως εμπορικοί εταίροι. Αυτό οδηγεί σε μια τάση μετατόπισης της εφοδιαστικής αλυσίδας πλησιέστερα προς τις αγορές μας, τα λεγόμενα “reshoring” και “nearshoring”, πράγμα που αποτελεί ευκαιρία για τις χώρες που βρίσκονται στην περιφέρεια της Ευρώπης.
Με αυτήν την έννοια, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση την οποία οφείλει να εκμεταλλευτεί. Αυτό, όμως, προϋποθέτει σταθερή προσήλωση στη στρατηγική βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος και ακόμη πιο γρήγορο βηματισμό στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
– Μήνυμα στους νέους για επιστροφή στην Ελλάδα καθώς είναι μια χώρα «με καταπληκτική ποιότητα ζωής» είχε απευθύνει μέσω twitter ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τους προηγούμενους μήνες. Έχει αντιστραφεί το brain drain; Αρκούν τα φορολογικά και οικονομικά κίνητρα;
Η αναστροφή του brain drain είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, και ορθώς το αναδεικνύει ο Πρωθυπουργός, καθώς οι νέοι Έλληνες που βρίσκονται στο εξωτερικό, έχουν αποκτήσει κρίσιμες δεξιότητες, την εμπειρία της εργασίας σε διεθνείς εταιρείες, αλλά και επαφές στις χώρες όπου ζουν σήμερα.
Τα οικονομικά και φορολογικά κίνητρα είναι πολύ σημαντικά, αλλά δεν είναι τα μόνα που θα επηρεάσουν μια απόφαση επαναπατρισμού. Η ποιότητα ζωής είναι, επίσης, σημαντική, αλλά να μην ξεχνάμε ότι ποιότητα ζωής δεν είναι μόνο το καλό κλίμα και οι φυσικές ομορφιές της χώρας μας. Είναι και το σύστημα υγείας, οι δημόσιες μεταφορές, τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι υποδομές, και ιδιαίτερα οι ψηφιακές – πράγματα, δηλαδή, που δεν αλλάζουν μεν σε μια μέρα, αλλά τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν.
Σημειώστε, ωστόσο, ότι βελτιώνοντας τις επιδόσεις μας σε όλους αυτούς τους τομείς, δε συμβάλουμε μόνο στον επαναπατρισμό των Ελλήνων που μετανάστευσαν, αλλά δημιουργούμε και τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση των λεγόμενων «ψηφιακών νομάδων», ζητούμενο που έχει και αυτό πολλαπλά οφέλη για την οικονομία μας και προσθέτει αξία.
– Πολλοί αναφέρονται στη δημιουργία ενός συμπεριληπτικού εργασιακού κόσμου δίχως διακρίσεις, υπάρχει πρόοδος προς την ισότητα των φύλων; Στις θέσεις λήψης αποφάσεων; Στις αμοιβές; Στις ευκαιρίες; Πώς αντιμετωπίζουν οι εταιρείες τη διαφορετικότητα;
Θα έλεγα ότι υπάρχει, σίγουρα, μεγαλύτερη συνειδητοποίηση σε σχέση με πριν δέκα χρόνια. Η ισότητα αμοιβών και ευκαιριών είναι ένα από τα βασικά ζητήματα του πυλώνα «Διακυβέρνηση» των θεμάτων ESG (Environmental, Social and Governance), και, όπως ξέρετε, σήμερα, όλες οι επιχειρήσεις, βρίσκονται κάτω από μεγάλη πίεση από την κοινωνία, αλλά και τους επενδυτές, να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους σε αυτά ακριβώς τα θέματα. Αυτό αφορά, κυρίως, τις μεγαλύτερες και τις εισηγμένες, αλλά σταδιακά μεταφέρεται και στις μικρότερες εταιρείες.
Ωστόσο, από τη συνειδητοποίηση του θέματος μέχρι τη δραστική αντιμετώπισή του υπάρχει μεγάλη απόσταση, και διάφορες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει ότι οι επιδόσεις μας ως αγορά, ακόμη υστερούν. Η αύξηση των ποσοστών αντιπροσώπευσης των φύλων σε θέσεις λήψης αποφάσεων, δεν αποτελεί μόνο ζήτημα αρχής.
Έχω πει επανειλημμένα, ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε ανεκμετάλλευτο το 50% του ανθρώπινου δυναμικού μας. Οι ηγεσίες των επιχειρήσεων πρέπει να δώσουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα μέσω των επιλογών τους, αλλά, παράλληλα, πρέπει να δημιουργήσουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι γυναίκες μπορούν να αναπτυχθούν επαγγελματικά με επιτυχία, συνδυάζοντας αρμονικά τους διάφορους ρόλους που καλούνται να αναλάβουν στην προσωπική τους ζωή, πράγμα που προϋποθέτει, κυρίως, ένα πολύ πιο ευέλικτο μοντέλο εργασίας.
Θα πρέπει, όμως, να δώσουμε ανάλογη προσοχή και στην προώθηση της ενσωμάτωσης και άλλων ομάδων που συνθέτουν το «κάδρο» της διαφορετικότητας, και ιστορικά υποεκπροσωπούνται. Στην Ελλάδα, αποδεικνύουμε έμπρακτα τη δράση της EY σε αυτόν τον τομέα, έχοντας, για παράδειγμα, πολύ πρόσφατα υπογράψει τη Χάρτα Διαφορετικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας το ΚΕΑΝ στις δράσεις του.
*πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr