του Κώστα Μήλα*
Διεθνείς οργανισμοί, η ελληνική κυβέρνηση αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθούν όλοι να εκτιμήσουν κατά πόσο θα επηρεάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αύξηση της τιμής πετρελαίου την ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ μείωσε την εκτίμησή του για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες σε ανάπτυξη 3,5% το 2022. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών κάνουν λόγο για ανάπτυξη 3,1% το 2022. Ο δε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά ότι η ελληνική ανάπτυξη του 2022 θα περιοριστεί στο 2,8% εάν ο πόλεμος διαρκέσει έως το καλοκαίρι. Και αυτό όταν η τιμή του πετρελαίου Brent έχει αυξηθεί από τα 79 δολάρια ανά βαρέλι στα τέλη του 2021 στα 100+ δολάρια ανά βαρέλι το 2022. Σημειώνω εδώ ότι όταν το πετρέλαιο αυξήθηκε από τα 3,9 δολάρια το 1973 στα 10,4 δολάρια το 1974, η ελληνική οικονομία κατέγραψε συρρίκνωση 6,4% το 1974.
Έχει συχνά ειπωθεί ότι οι οικονομικές προβλέψεις είναι το ίδιο (αν όχι περισσότερο) άστοχες από τις προβλέψεις των μετεωρολόγων! Αντί, λοιπόν, να κάνουμε προβλέψεις για το πόση ταχύτητα θα «κόψει» η ελληνική οικονομία, θα μπορούσαμε να δούμε τον βαθμό κατά τον οποίο πετρέλαιο και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την ελληνική ανάπτυξη. Υποθέτω ότι από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα η ελληνική οικονομία επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από (α) την τιμή πετρελαίου, (β) την ανταγωνιστικότητα τιμών (μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα σε σχέση με το μισθολογικό κόστος στο εξωτερικό), και (γ) το spread μεταξύ του 10ετούς κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και του αντίστοιχου γερμανικού (ως μέτρο προσέγγισης του επενδυτικού ρίσκου). Σημειώνω ότι η ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί, το 2022, κατά περίπου 9,5% σε σχέση με το 2012 όταν η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δημοσιονομική χρεοκοπία. Τι «δείχνει», λοιπόν, το εμπειρικό μοντέλο;
Βραχυπρόθεσμα (δηλαδή εντός ενός έτους), ο ρυθμός οικονομικής μας ανάπτυξης επηρεάζεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό (μέχρι και 75% της συνολικής του διακύμανσης) από το «ιστορικό» της ελληνικής ανάπτυξης.
Κατόπιν, ο ρυθμός ανάπτυξής μας επηρεάζεται, μέχρι και 14% της διακύμανσής του, από το επενδυτικό ρίσκο. Ακολουθεί η ανταγωνιστικότητα τιμών με επίδραση 9% και μετά η τιμή πετρελαίου με επίδραση 2% (σε όρους διακύμανσης). Μεσοπρόθεσμα (ήτοι σε βάθος τετραετίας) όμως ο ρυθμός οικονομικής μας ανάπτυξης επηρεάζεται σε μικρότερο βαθμό (μέχρι και 59% της συνολικής του διακύμανσης) από το «ιστορικό» της ελληνικής ανάπτυξης. Η επίδραση του «momentum» της ελληνικής οικονομίας μειώνεται δηλαδή, ενώ ανεβαίνει η επίδραση των οικονομικών fundamentals. Πράγματι, σε βάθος τετραετίας, ο ρυθμός ανάπτυξης επηρεάζεται, μέχρι και 20% της διακύμανσής του, από το επενδυτικό ρίσκο. Ακολουθεί η τιμή πετρελαίου με επίδραση 14% (σε όρους διακύμανσης) στην οικονομική μας ανάπτυξη και μετά η ανταγωνιστικότητα τιμών με επίδραση 7%.
Τι συμπεραίνω από τα παραπάνω; Πρώτον, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επηρεάζονται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό από το επενδυτικό ρίσκο. Αυτό συμβαίνει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Δεύτερον, η επίδραση της τιμής του πετρελαίου εξακολουθεί να υφίσταται (και μάλιστα με αυξανόμενη βαρύτητα) όταν αναλύουμε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Τρίτον, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καταγράφει περίπου ισόποση επίδραση (7% με 9%) τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που ανακοίνωσε η κυβέρνηση λογικό είναι ότι θα οδηγήσουν και σε αύξηση του μέσου μισθού. Αυτή η αύξηση θα στηρίξει, ως ένα βαθμό, τα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών ενάντια στον αυξανόμενο πληθωρισμό χωρίς να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας η οποία, όπως ανέφερα παραπάνω, δεν καθορίζει άνω του 9% των εξελίξεων στην ελληνική ανάπτυξη.
Τέταρτον, και ίσως περισσότερο σημαντικό, η μεγάλη, και αυξανόμενη με τον χρόνο, επίδραση του επενδυτικού ρίσκου στην οικονομία μας επιτάσσει την προώθηση περαιτέρω διαρθρωτικών αλλαγών/μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να συμπιεστεί το spread στο κόστος δανεισμού της χώρας μας.
Μέσα στις διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες χρειάζονται εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να αποδώσουν καρπούς, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και πολιτικές απεξάρτησης της ελληνικής παραγωγής από το πετρέλαιο ειδικά εάν σκεφθεί κανείς το σχετικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής του πετρελαίου (μέχρι και 14%) στην ελληνική ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα…
*καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool Management School