των Σάββα Γ. Ρομπόλη - Βασίλειου Μπέτση*
Σε πρόσφατες μελέτες εκτίμησης των επιπτώσεων του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη υπολογίστηκε ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα θα μειωθεί κατά 58 δισ. ευρώ ή κατά 31% σε σχέση με το ΑΕΠ του 2019 (βασικό σενάριο).
Έτσι, στη βάση αυτής της εκτίμησης προτείνεται ως λύση για το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας η περαιτέρω κεφαλαιοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, επισημαίνεται ότι το εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, το οποίο θα κοστίσει στο ΑΕΠ της χώρας μας πάνω από 78 δισ. ευρώ (20 δισ. παραπάνω από ό,τι η γήρανση του πληθυσμού) ήταν προς την σωστή κατεύθυνση για την ελληνική οικονομία.
Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει χρησιμοποιηθεί η ορθή διατύπωση για το κόστος της γήρανσης στο ΑΕΠ της χώρας μας. Από την άποψη αυτή, η ορθή διατύπωση είναι ότι το πραγματικό ΑΕΠ μέχρι το 2100 θα απωλέσει δυνητικά 58 δισ. ευρώ και όχι ότι θα είναι κατά 31% μικρότερο από το ΑΕΠ του 2019. Και αυτό γιατί το έτος 2100 το ΑΕΠ δεν θα είναι μικρότερο από το ΑΕΠ του 2019, απλά θα μπορούσε να είναι κατά 58 δισ. ευρώ υψηλότερο, αν δεν υπήρχε το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού. Εξάλλου, στην Έκθεση για την γήρανση του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AWG 2021), έχει ληφθεί υπόψη μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ 1,2%.
Επίσης, στις μελέτες αυτές έχουν ληφθεί υπόψη οι δημογραφικές προβολές της Eurostat του έτους 2019, στις οποίες ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού (old dependency ratio) αυξάνεται από το 37,9% το 2020 στο 65,2% το έτος 2070. Η δημογραφική αυτή προβολή σε βάθος 50 ετών, σημαίνει ότι ο ρυθμός γήρανσης του πληθυσμού είναι 1,1% ετησίως. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα έπρεπε το 1,1% από το 1,2% μέση ετήσια ανάπτυξη να το διαθέτει σε παροχές λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Και αυτό γιατί στους υπολογισμούς του AWG 2021, έχει ληφθεί υπόψη ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, όπως προέβλεπε το 1ο Μνημόνιο (νομοθετική διάταξη που διατήρησε τόσο ο Ν. 4387/2016, όσο και ο Ν. 4670/2020).
Όμως, για τον υπολογισμό των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού ύψους 58 δισ. ευρώ, χρησιμοποιήθηκε ένα μοντέλο το οποίο ανέπτυξε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Global Integrated Monetary and Fiscal Model) το οποίο είναι ένα καθαρά μακροοικονομικό οικονομετρικό μοντέλο. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένα μοντέλο ακατάλληλο για να μετρήσει την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού, δεδομένου ότι βασίζεται αποκλειστικά στην επίδραση των επενδύσεων στην οικονομία, αδυνατώντας να ερμηνεύσει τις μελλοντικές προοπτικές της οικονομίας σε μία γηρασμένη κοινωνία.
Και αυτό γιατί δεν λαμβάνει υπόψη τις θετικές επιδράσεις τόσο των αναδιανεμητικών πολιτικών του κοινωνικού κράτους στην οικονομία, όσο και την αυξημένη ροπή προς κατανάλωση που έχει ο γηραιότερος πληθυσμός. Επίσης, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι οι ηλικιωμένοι του 2060 δεν θα είναι οι ίδιοι με αυτούς του σήμερα, ειδικά στη χρήση της τεχνολογίας, αφού τα παιδιά που έχουν γεννηθεί την δεκαετία του 2010 έχουν μεγάλη εξοικείωση με τη χρήση της τεχνολογίας από πολύ μικρή ηλικία.
Οπότε, οι εκτιμήσεις των μελετών ότι θα απωλεσθούν περίπου 58 δισ. ευρώ από το παραγόμενο ΑΕΠ, δεν ερμηνεύουν την πραγματικότητα γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε την αναδιανομή του εισοδήματος ούτε την αυξημένη ροπή προς κατανάλωση, αλλά ούτε και το υψηλότερο επίπεδο του μελλοντικού γηραιότερου πληθυσμού στην χρήση της τεχνολογίας. Αντίθετα, για να μετρηθεί η επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού απαιτείται ένα δημογραφικό και αναλογιστικό μοντέλο προβολής ρηματοροών (Demographic and Actuarial Cash Flow Projection Model).
Στην κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύεται ότι ο ρυθμός γήρανσης του πληθυσμού και οι επιπτώσεις του μπορούν, μεταξύ των άλλων, να καλυφτούν από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και από την αύξηση του δείκτη απασχόλησης. Το 2021 η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν 0,3% και η απασχόληση μόλις στο 57%. Εάν η παραγωγικότητα αυξηθεί στο 1,5%, όπως θεωρεί η μελέτη του AWG 2021, και το ποσοστό απασχόλησης στο 75%, τότε οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού καλύπτονται χωρίς να χρειαστεί να γίνει καμία παρέμβαση, όπως αυτή της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης η οποία θα κοστίσει στον Κρατικό Προϋπολογισμό και θα προσθέσει στο χρέος της χώρας μας τουλάχιστον 78 δισ. ευρώ.
Βέβαια, αυτό το οποίο απαιτείται να σημειωθεί είναι ότι οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι οι ίδιες στο ασφαλιστικό σύστημα είτε αυτό είναι διανεμητικό, είτε είναι κεφαλαιοποιητικό. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού αναλαμβάνει το κράτος και αντιμετωπίζονται συλλογικά με βάση την αρχή της αλληλεγγύης από όλους τους ασφαλισμένους, ενώ στην δεύτερη περίπτωση τις επιπτώσεις αναλαμβάνει το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Έτσι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι θα έχουν μια σταθερή εργασία με υψηλές αποδοχές θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού λαμβάνοντας υψηλές συντάξεις, ενώ οι ασφαλισμένοι οι οποίοι θα έχουν χαμηλές αποδοχές, μεγάλα κενά ανεργίας ή ευέλικτες μορφές απασχόλησης και επομένως χαμηλό επίπεδο συντάξεων, θα επηρεαστούν περισσότερο από τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα της επικουρικής ασφάλισης.
Με άλλα λόγια αυτό που απαιτείται να γίνει κατανοητό είναι ότι η μεταστροφή σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα δεν μειώνει τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομία. Επίσης απαιτείται να γίνει κατανοητό ότι μπορεί ο δείκτης γήρανσης να φαίνεται ότι αυξάνεται κατά 72%, αλλά αυτό συντελείται σε βάθος 50-ετίας, γεγονός που αναδεικνύει την αναγκαιότητα παρατήρησης του ρυθμού μεταβολής του δείκτη γήρανσης ο οποίος μπορεί να καλυφθεί από την αύξηση της παραγωγικότητας, της απασχόλησης, των εισοδημάτων, τον νέο-τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την ποιοτικότερη και αναβαθμισμένη εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία.
Σε αυτές τις παραμέτρους βελτίωσης και αναβάθμισης των συνθηκών αύξησης των γεννήσεων, αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας, αύξησης του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού απαιτείται να εστιάσει και η ελληνική οικονομία για τις μελλοντικές γενιές και όχι οι ασκούμενες πολιτικές να εξαντλούνται στη διαχείριση των παρενεργειών της γήρανσης του πληθυσμού με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών.
*Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και Δρ Παντείου Πανεπιστημίου
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr