του Φραγκίσκου Κουτεντάκη*
Η οικονομική πολιτική έχει, γενικά, πολλούς στόχους. Να αυξάνει το εισόδημα και την απασχόληση, να διατηρεί σταθερές τις τιμές, να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, να παρέχει συνθήκες επαρκούς ρευστότητας, κ.λπ. Συνήθως αυτοί οι στόχοι αφορούν αντιδράσεις σε διαταραχές, όπως μια οικονομική κρίση, μια πανδημία, ένας πόλεμος, ή οτιδήποτε απειλεί την οικονομική ευημερία ενός κράτους και πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Αν περιορίσουμε τη συζήτηση στο εθνικό σκέλος της οικονομικής πολιτικής – που στα πλαίσια της Ευρωζώνης αφορά ουσιαστικά τη δημοσιονομική πολιτική αφού η νομισματική πολιτική καθορίζεται ενιαία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μπορεί να θεωρηθεί εξωγενής – μπορούμε να αντιληφθούμε σχετικά εύκολα ότι οι στόχοι δεν είναι πάντα συμβατοί μεταξύ τους. Στην περίοδο της κρίσης χρέους της Ελλάδας, για παράδειγμα, ο κυρίαρχος στόχος ήταν η σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών και, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε σοβαρή ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα.
Αντίστοιχα, στην περίοδο της πανδημίας, ο βασικός στόχος ήταν η συγκράτηση της ύφεσης και η προστασία των νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τις οικονομικές συνέπειες των περιοριστικών μέτρων, κάτι που έφερε μεγάλη επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά. Εν ολίγοις, τόσο στην οικονομική πολιτική όσο και στις ιδιωτικές οικονομικές επιλογές υπάρχουν διλήμματα, ή trade-offs όπως τα λέμε συνήθως, ανάμεσα στο τι θέλει να πετύχει κανείς και στο τι πρέπει να θυσιάσει για να το πετύχει.
Όμως οι κυβερνήσεις δεν κοιτάζουν μόνο το οικονομικό κόστος των επιλογών τους αλλά και το πολιτικό. Στις δημοκρατίες, η οικονομική πολιτική ασκείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους που διεκδικούν την επανεκλογή τους και οι επιλογές τους δεν στηρίζονται μόνο στις απόψεις των οικονομολόγων αλλά και σε εκείνες των δημοσκόπων που σταθμίζουν τις αντιδράσεις των ψηφοφόρων, και των επικοινωνιολόγων που αναζητούν τρόπους καλύτερης διατύπωσης του εκάστοτε διλήμματος. Η επιρροή των μεν και των δε εξαρτάται από τη φάση του πολιτικού κύκλου. Οσο εγγύτερα βρισκόμαστε σε εκλογές τόσο ενισχύεται η βαρύτητα της γνώμης των δημοσκόπων και επικοινωνιολόγων (το πολιτικό κόστος) και περιορίζεται η βαρύτητα της γνώμης των οικονομολόγων (οικονομικό κόστος). Η διαμεσολάβηση της οικονομικής πολιτικής από το πολιτικό σύστημα και την πολιτική συγκυρία κάθε χώρας αποτελεί κρίσιμη παράμετρο τόσο για την κατεύθυνσή της όσο και για την αποτελεσματικότητά της.
Στην περίοδο που διανύουμε, η οικονομική πολιτική καλείται να αντιμετωπίσει μια ανησυχητική διεθνή κατάσταση που οφείλεται σε τρεις, τουλάχιστον, παράγοντες. Ο πρώτος είναι η αύξηση των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, όπως τα τρόφιμα, που επηρεάζουν σημαντικά το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών.
Ο δεύτερος είναι η άνοδος των επιτοκίων καθώς οι κεντρικές τράπεζες περιορίζουν τη ρευστότητα προσπαθώντας να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό αυξάνοντας, ως συνέπεια, το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Ο τρίτος είναι η όξυνση της γεωπολιτικής αστάθειας με επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αναδιάταξη των διεθνών συμμαχιών και ισορροπιών. Ο συνδυασμός των τριών παραγόντων προκαλεί σοβαρές οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες για την επόμενη μέρα που λειτουργούν ανασταλτικά στις οικονομικές αποφάσεις και υπονομεύουν την οικονομική δραστηριότητα.
Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες, η οικονομική πολιτική βρίσκεται μπροστά σε νέα διλήμματα. Από τη μια μεριά καλείται να προστατεύσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται από τις μεγάλες αυξήσεις των τιμών και από την άλλη να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά που επιδεινώθηκαν στην προηγούμενη περίοδο. Το πρώτο συνδέεται με τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες και το δεύτερο με την αποφυγή ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού που θα οδηγούσε τη χώρα σε παρόμοιες περιπέτειες με εκείνες που έζησε πριν μια δεκαετία. Η ισορροπία ανάμεσα στις δύο παραπάνω αντικρουόμενες αλλά εξίσου σημαντικές προτεραιότητες αναδεικνύει την αναδιανεμητική διάσταση που χαρακτηρίζει κάθε οικονομική πολιτική και μετατρέπει ένα τεχνικό δίλημμα σε πολιτικό.
Το κόστος και το όφελος των εκάστοτε επιλογών δεν κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των πολιτών αλλά, αντίθετα, κάποιοι κερδίζουν ή χάνουν περισσότερα ή λιγότερα από τους άλλους. Συγκεκριμένα, αν το κράτος πρέπει να υποστηρίξει οικονομικά κάποιους πολίτες, χωρίς να επιβαρύνει υπέρμετρα τα δημόσια οικονομικά, θα πρέπει να φορολογήσει κάποιους άλλους πολίτες. Τα περισσότερα διλήμματα της οικονομικής πολιτικής συνοψίζονται σε διλήμματα ανακατανομής του βάρους μεταξύ των πολιτών.
Οι οικονομικές συνθήκες δεν δημιουργούν μόνο διλήμματα στις κυβερνήσεις αλλά, ενίοτε, προσφέρουν και διεξόδους. Ο πληθωρισμός, για παράδειγμα, που αποτελεί την κύρια διαταραχή της περιόδου, έχει την παράπλευρη συνέπεια της αύξησης των φορολογικών εσόδων και ειδικότερα εκείνων που συνδέονται με τις τιμές, όπως ο ΦΠΑ. Στο πρώτο τετράμηνο του έτους τα έσοδα ΦΠΑ ήταν αυξημένα κατά σχεδόν 1,4 δισ. σε σχέση με πέρυσι και κάτι λιγότερο από 800 εκατ. σε σχέση με τον στόχο του προϋπολογισμού. Αν αυτά τα «ουρανοκατέβατα» δημόσια έσοδα συνεχιστούν για το υπόλοιπο του έτους, μπορούν να διευρύνουν σημαντικά τα δημοσιονομικά περιθώρια και να διευκολύνουν στην επίτευξη της παραπάνω ισορροπίας τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Το φορολογικό βάρος αυξάνεται αλλά η αύξηση κατανέμεται σχετικά αυτόματα μεταξύ των πολιτών, ανάλογα με την κατανάλωσή τους, βγάζοντας το κράτος από τη δύσκολη θέση να κάνει δυσάρεστες επιλογές και να αναλάβει πολιτικό κόστος. Βέβαια, ένας οικονομολόγος θα έλεγε ότι οι φόροι κατανάλωσης επιβαρύνουν περισσότερο τους φτωχότερους αλλά μάλλον θα έχανε πανηγυρικά από τους δημοσκόπους και τους επικοινωνιολόγους.
*συντονιστής Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή