του Αντώνη Καρακούση
Στην αυγή του τρέχοντος 2022 οι προσδοκίες για την ελληνική οικονομία ήταν ισχυρές. Στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς είχαν καλυφθεί σχεδόν στο σύνολό τους οι απώλειες του πανδημικού σοκ, η οικονομία μας είχε επιτύχει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 8,3%, το Ταμείο Ανάκαμψης είχε αρχίσει να λειτουργεί, πλήθος επενδυτικών σχεδίων προετοιμάζονταν, η διεκδίκηση ελληνικών περιουσιακών στοιχείων έμοιαζε μοναδική και ο πληθωρισμός παρότι εξελισσόμενος από τις αρχές του περασμένου φθινοπώρου δεν φαινόταν απειλητικός και ικανός να απειλήσει το κύμα σπουδαίας μεγέθυνσης που θα ακολουθούσε. Οι αναλυτές προέβλεπαν ανάπτυξη 6,5% για το τρέχον έτος και οι μόνες ανησυχίες πήγαζαν κυρίως από την έναρξη του εκλογικού κύκλου, από το πολιτικό ρίσκο που οι διπλές κάλπες της απλής αναλογικής μετέδιδαν και βεβαίως από κάποιες προβλεπόμενες διαταραχές στο πεδίο της γεωπολιτικής που κάποια διεθνή ινστιτούτα έβλεπαν στον ορίζοντα. Ωστόσο κανείς τον Γενάρη του 2022 δεν φανταζόταν έναν τόσο αποδιοργανωτικό πόλεμο, ούτε το παγκόσμιο πληθωριστικό κύμα που θα τον συνόδευε. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εκδηλώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου εν μέσω συνεχών διαψεύσεων από τη Μόσχα μεταφέροντας ρίγη ανησυχιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Έκτοτε ο κόσμος ζει σε ένα περιβάλλον ανησυχιών και διαρκούς αβεβαιότητας κυρίως για τη διάρκεια και το ενδεχόμενο επέκτασής του σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και σε άλλες εύφλεκτες ζώνες του πλανήτη. Η ρωσική εισβολή εκτίναξε στα ύψη τις διεθνείς τιμές τόσο του φυσικού αερίου και του πετρελαίου όσο και εκείνες των βασικών τροφίμων, στη σκιά ανησυχιών για ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση εξαιτίας του αποκλεισμού των ουκρανικών λιμανιών και της αναμενόμενης δυσκολίας να καλλιεργηθούν, εν μέσω βομβαρδισμών, με δημητριακά οι αχανείς ουκρανικές πεδιάδες.
Η μη αναμενόμενη ένταση της ουκρανικής αντίστασης, οι δυσκολίες των Ρώσων να επιτύχουν τους στρατιωτικούς στόχους της αποκαλούμενης «ειδικής επιχείρησης» από τον Πούτιν, σε συνδυασμό με τις οικονομικές κυρώσεις των Ευρωπαίων και συνολικά της Δύσης απέναντι στην επιτιθέμενη Ρωσία, βεβαίωσαν τους πάντες ότι ο πόλεμος θα διαρκέσει και οι συνέπειές του θα είναι μακρές και θα διαχυθούν σε ολόκληρο τον πλανήτη, πιέζοντας τις περισσότερες των οικονομιών, με πρώτες τις ευρωπαϊκές, οι οποίες έθεσαν εξαρχής σε εφαρμογή σχέδια μακράς πνοής για την απεξάρτησή τους από τις ρωσικές πηγές ενέργειας.
Το πολεμικό σοκ ήταν μέγα για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία και για την Ελλάδα βεβαίως. Οι προσδοκίες για διατήρηση των ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών υποχώρησαν και οι πληθωριστικές πιέσεις ενισχύθηκαν με τρόπο δυναμικό, ανεβάζοντας τα επίπεδα πληθωρισμού σε Αμερική και Ευρώπη στα υψηλότερα των τελευταίων τριών-τεσσάρων δεκαετιών. Στη χώρα μας ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 11%, έφθασε στα επίπεδα του 1994, σε εποχές που η Ελλάδα προσπαθούσε να συντονιστεί με τους στόχους του Μάαστριχτ για την επιδιωκόμενη τότε ένταξή της στην προπαρασκευαζόμενη ευρωζώνη. Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού ξύπνησε, πέραν των άλλων, και τον εφιάλτη του χρέους για τη χώρα μας. Η υιοθέτηση αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων που επελέγη εκτίναξαν και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα υψηλότερα του 4% αναδεικνύοντας νέους κινδύνους, επαναφέροντας και πάλι στο προσκήνιο πολιτικές δημοσιονομικής σταθερότητας.
Η ανέμελη εποχή του φθηνού χρήματος και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που βοήθησε τη χώρα να ξεπεράσει τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού παρήλθε οριστικά και αμετάκλητα. Από εδώ και πέρα οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να ξοδεύουν αφειδώς, παρά να μετρούν και να ξαναμετρούν τις δαπάνες τους ώστε να έχουν υπό έλεγχο τόσο τα ελλείμματα όσο και τις ετήσιες δανειακές ανάγκες.
Πολύ δε περισσότερο όταν προϊόντος του χρόνου και εξελισσόμενης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία η γειτονική Τουρκία, παρακινούμενη από τα ρωσικά αναθεωρητικά δόγματα, ανέπτυξε τα δικά της, εγείροντας θέματα κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου και πολλαπλασιάζοντας την ένταση σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σε αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα, πέραν των άλλων, οφείλει να ενισχύσει την άμυνά της, να πολλαπλασιάσει την αποτρεπτική της ικανότητα, να δεσμεύσει με άλλα λόγια επιπρόσθετους πόρους για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η επιθετική πολιτική των γειτόνων προφανώς περιπλέκει έτι περαιτέρω την κατάσταση και πολλαπλασιάζει τις απαιτήσεις από την ελληνική πολιτική, η οποία οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα πολύ περισσότερους στόχους, απ’ ό,τι σε συνήθεις καταστάσεις.
Το ευτύχημα είναι ότι παρά την πολυπλοκότητα των γεωπολιτικών και διεθνοοικονομικών συνθηκών η ελληνική οικονομία δείχνει ιδιαιτέρως ανθεκτική. Εν μέσω πολέμου ο τουρισμός δείχνει ακμαίος και η τάση για επενδύσεις παραμένει ισχυρή. Οι τουριστικές ροές δεν είναι απίθανο να ξεπεράσουν εφέτος τα επίπεδα του 2019 και να προσθέσουν τουλάχιστον δύο ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη. Επίσης το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία παραμένει έντονο, παρά το πρώτο σοκ αναστολής που προκάλεσε ο πόλεμος. Φαίνεται ότι οι νέες γεωπολιτικές προκλήσεις φέρνουν την Ελλάδα στο κέντρο της προσοχής των ισχυρών του πλανήτη, η χώρα μας έχει την ευκαιρία σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες να αναδειχθεί σε κόμβο ενεργειακό, σε διεθνή βάση εμπορίου, ναυτιλίας, επενδύσεων και ασφάλειας για την κλυδωνιζόμενη από τον πόλεμο Ευρώπη. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας ενισχύεται, ο ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή καθίσταται κεντρικός και ίσως εξ αυτού του λόγου, κατά βάθος, προκαλείται η τουρκική υπεραντίδραση και επιθετικότητα, καθώς η αυταρχική και αναθεωρητική Τουρκία αισθάνεται ότι μπορεί να χάσει τα πρωτεία, να μην έχει τον ρόλο της καθοριστικής περιφερειακής δύναμης που επιφυλάσσει για τον ε
αυτό της. Η τουρκική ηγεσία δεν μπορεί να αποτιμήσει τα ελλείμματα δημοκρατίας και αξιοπιστίας που συνοδεύουν τη δράση της, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει πόσο απέχει από το κεκτημένο μιας ευρωπαϊκής δυτικής χώρας, πόσο σημαντικό και κρίσιμο είναι το αγαθό αυτό.
Όπως και να έχει, δεδομένων δηλαδή των περιπλοκών του πολέμου και της τουρκικής απειλής, η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει, διατηρούμενης της ειρήνης στη γειτονιά μας, σε ρυθμούς ανάπτυξης ίσως και υψηλότερους του 3,5% στη διάρκεια του 2022. Υποστηρίζονται αυτές οι προσδοκίες τόσο από την αναμενόμενη ενίσχυση του τουριστικού ρεύματος όσο και από τις ενισχυόμενες επενδυτικές προοπτικές. Η διεκδίκηση των ελληνικών αξιών και των ευκαιριών που αυτές ενσωματώνουν είναι εντυπωσιακή σε αυτές τις τόσο προβληματικές διεθνοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το ερώτημα που και πάλι τίθεται είναι αν η εγχώρια πολιτική τάξη θα αντέξει και θα μπορέσει, εν μέσω δύο επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και μαζί να μη διαταράξει την ατμόσφαιρα οικονομικής αναγέννησης που τείνει να επικρατήσει σε τούτες τις συνθήκες ιστορικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Σε τούτο τον κόσμο των πολλαπλών προκλήσεων και των εντεινόμενων αβεβαιοτήτων θα απαιτηθεί βαθιά κατανόηση των συνθηκών, ορθότητα επιλογών και χρήση κατάλληλων μέσων πολιτικής, που θα συνδυάζουν αναπτυξιακά και σταθεροποιητικά στοιχεία και ταυτόχρονα θα κινητοποιούν τις εθνικές και κοινωνικές δυνάμεις, διαμορφώνοντας ατμόσφαιρα εθνικής αυτοπεποίθησης και σιγουριάς.
Η εξίσωση είναι πολυπαραγοντική και σύνθετη, απαιτεί ποιοτικά άλματα από τη ζώνη της πολιτικής, σχέδια συνεκτικά, ολοκληρωμένα και προπάντων πειθαρχίες και πίστη στις δυνατότητες της χώρας και του λαού…
*πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος»