του Ναπολέοντος Μαραβέγια*
Καθώς ο πληθωρισμός στην ΕΕ έφθασε στο 8,1%, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με καθυστέρηση, σε σχέση με τη Αμερικανική (Federal Reserve), αποφάσισε με πρόσφατη ανακοίνωση να αυξήσει τα επιτόκιά της μέσα στο καλοκαίρι και να αφήσει ανοικτή την πιθανότητα για νέα αύξηση το φθινόπωρο με στόχο να περιορίσει τον πληθωρισμό. Σε συνδυασμό με τη διακοπή της αγοράς ομόλογων, αυτή η απόφαση οδήγησε στην αύξηση της απόδοσης (των επιτοκίων) των ομολόγων σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και ιδιαίτερα στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας, στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Βεβαίως, η αύξηση των επιτοκίων στην ευρωζώνη θα διορθώσει την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (καθώς η υποτίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο συνέβαλε στην αύξηση των τιμών της ενέργειας στην Ευρώπη), αλλά ταυτόχρονα θα περιορίσει την ήδη «πληγωμένη» αναπτυξιακή δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ είναι εντελώς αβέβαιο αν θα τιθασεύσει τον πληθωρισμό, καθώς πρόκειται κυρίως για πληθωρισμό κόστους και λιγότερο για πληθωρισμό ζήτησης.
Αν ο πληθωρισμός μετά την αύξηση των επιτοκίων δεν υποχωρήσει και συνυπάρξει με αναιμική ανάπτυξη, εξαιτίας της μείωσης της κατανάλωσης, της πτώσης των χρηματιστηρίων και της μείωσης των επενδύσεων (λόγω της αύξησης του κόστους του χρήματος και της αβεβαιότητας των αποδόσεων), τότε μπορεί να επαναληφθεί το φαινόμενο του «στασιμοπληθωρισμού» της δεκαετίας του 1970, ιδίως αν διακοπεί η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία και αν ο πληθωρισμός συνοδευτεί από αναπροσαρμογή των αμοιβών.
Ήδη, με πληθωρισμό το Μάιο 11,3% και επιτόκια αρκετά πάνω από 4% στα ελληνικά δεκαετή ομόλογα, το μέλλον της ελληνικής οικονομίας μοιάζει αβέβαιο. Πράγματι, η χώρα μας έχει υψηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της ΕΕ (8,1%) και υψηλότερο επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων, με αμέσως επόμενη την Ιταλία.
Η βασική αιτία του υψηλότερου πληθωρισμού είναι ότι στη χώρα μας υπάρχει δυσκολία περιορισμού των τιμών με δημοσιονομικά μέσα (μείωση φόρων κ.λπ.), όπως γίνεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ο «δημοσιονομικός χώρος» της Ελλάδας είναι πολύ στενότερος και δεν υπάρχει ευχέρεια δανεισμού με τα συνεχώς αυξανόμενα επιτόκια, όπως ήδη αναφέραμε, και με δημόσιο χρέος λίγο λιγότερο από 200% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι κρατικοί μηχανισμοί ελέγχου των τιμών έχουν αδρανήσει μετά από πολλά χρόνια σχεδόν μηδενικού πληθωρισμού στη χώρα μας, ενώ στην ελληνική αγορά δεν επικρατεί υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού.
Είναι προφανές ότι η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου της ΕΕ, αν συνεχιστεί, θα περιορίσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως συνέβη στη δεκαετία 2000 και αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία που φθάσαμε στην οικονομική κρίση το 2010. Ήδη, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο τρίμηνο του 2022 διπλασιάστηκε σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 (6,2 δισ. έναντι 2,6 δισ.) και ο στόχος του ελλείμματος για το 2022 στο 4% του ΑΕΠ έναντι 7,4% το 2021, φαίνεται δυσπρόσιτος.
Η παύση αγοράς ομολόγων, όπου περιλαμβάνονταν και τα ελληνικά, παρότι δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα και η αύξηση των επιτοκίων τους αύξησαν και τα επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών με αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, υπάρχει πρόθεση από την ΕΚΤ να μην αφήσει εκτεθειμένα στις αγορές τα ελληνικά ομόλογα. Όμως μέχρι να δράσει, οι αγορές προχώρησαν σε αυξήσεις των επιτοκίων.
Ωστόσο, η περίπτωση να περιέλθει η ελληνική οικονομία σε κατάσταση «στασιμοπληθωρισμού» μοιάζει μάλλον απίθανη, αν συνεχιστεί η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, καθώς μέσα στο σημερινό κλίμα αβεβαιότητας υπάρχουν τουλάχιστον τρεις πολύ θετικές εξελίξεις, οι οποίες μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αντισταθμίσουν την αρνητική προοπτική.
Η πρώτη θετική εξέλιξη είναι ότι το τρίμηνο του 2022 η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ έφθασε στο 7% σε ετήσια βάση, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης δεν ξεπερνά στην ίδια περίοδο το 5,4%, και είναι ενδεικτική του δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα όταν η αύξηση των επενδύσεων έφθασε στο 12,7%, παρά την αυξανόμενη αβεβαιότητα. Αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι η πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,1% το 2022 και 2,5% το 2023 μάλλον θα επαληθευθεί (έναντι 2,8% και 2,1% αντιστοίχως στην ευρωζώνη). Βεβαίως, η αύξηση των εισαγωγών κατά 17,5% έναντι αύξησης 9,6% των εξαγωγών είναι ενδεικτική της συνεχιζόμενης δυσκολίας της εγχώριας παραγωγής να στηρίξει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και είναι σαφώς ανησυχητική.
Η δεύτερη θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία είναι η αναμενόμενη αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας και μάλιστα από τις ΗΠΑ, κοντά στα επίπεδα του 2019. Αν η αύξηση του αριθμού των τουριστών συνοδευθεί και από αύξηση της δαπάνης κατά κεφαλήν, όπως δείχνει η προέλευσή τους, τότε οι εισπράξεις από τον τουρισμό και από τις συναφείς οικονομικές δραστηριότητες (εστίαση, ψυχαγωγία) μπορεί να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία και να δώσουν σημαντική ώθηση στην ελληνική οικονομία. Αρκεί στην αυξημένη κατανάλωση των τουριστών να ανταποκριθεί η εγχώρια παραγωγή και να μην αυξηθούν οι εισαγωγές, όπως δυστυχώς συμβαίνει.
Η τρίτη θετική εξέλιξη είναι το γεγονός ότι η χώρα μας εξελίσσεται σε επενδυτικό προορισμό, όχι μόνο για τουριστικές εγκαταστάσεις που είναι σημαντικές, αλλά και για παραδοσιακές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και για ψηφιακή τεχνολογία με την ενίσχυση των σημαντικών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το νέο ΕΣΠΑ. Η χώρα μας έχει αρχίσει να θεωρείται προνομιακή αγορά για την επέκταση ξένων επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Η σημασία της Ελλάδας ως μεσογειακής χώρας με σταθεροποιητικό ρόλο στη Μεσόγειο έχει αρχίσει να εκτιμάται από διεθνείς επιχειρηματικούς κύκλους. Είναι φανερό ότι η άρση της αβεβαιότητας σχετικά με το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και η διατήρηση της ειρήνης στο Αιγαίο αποτελούν τις κρισιμότερες προϋποθέσεις για τη συνέχιση των θετικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία.
*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός
**πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος»