του Δημήτρη Κουτσόπουλου*
Η ευρωπαϊκή καθώς και η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζουν τις συνεχόμενες (και ιδιαίτερα ισχυρές) αναταράξεις που επέφεραν οι απανωτές και απρόβλεπτες κρίσεις της πανδημίας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και – δυστυχώς – της γεωπολιτικής αναταραχής των τελευταίων 3 μηνών. Όσο αυτά παρατείνονται, επιτείνονται σε μέσο ορίζοντα πληθωριστικές τάσεις ρεκόρ που είχαν να παρατηρηθούν επί πολλές δεκαετίες όχι μόνο από την έκρηξη στο ενεργειακό κόστος λόγω της εισβολής στην Ουκρανία αλλά και στις πρώτες ύλες, στα μεταφορικά και κατ’ επέκταση σε πλείστους άλλους τομείς.
Οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να αναστρέψουν τις χρόνιες διευκολυντικές πολιτικές, περιορίζοντας την κυκλοφορία χρήματος και αυξάνοντας τα επιτόκια, επιδίδονται δηλαδή σε κινήσεις περιορισμού των πληθωριστικών τάσεων, οι οποίες ωστόσο θα αυξήσουν το κόστος δανεισμού, όχι μόνο για τις κεντρικές κυβερνήσεις αλλά και για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Μετά τις κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσική Ομοσπονδία, αναμένεται η δραστική και ταχεία απεξάρτηση της ευρωπαϊκής ιδίως οικονομίας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και επομένως επιταχύνεται η προσπάθεια ολοκλήρωσης της ήδη φιλόδοξης ατζέντας για την άμεση ενεργειακή μετάβαση σε φιλικές προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας. Κατά συνέπεια, επιταχύνονται και οι ανάγκες μετασχηματισμού σε επίπεδο εθνικών οικονομιών αλλά και σε επιμέρους επιχειρησιακό επίπεδο των οικονομικών μονάδων.
Ταυτόχρονα, ο συνεχιζόμενος καταιγισμός τεχνολογικών εξελίξεων ενισχύει τη στρατηγική προτεραιότητα και ταχύτητα της ψηφιακής μετάβασης τόσο σε επίπεδο εθνικής οικονομίας αλλά και σε επίπεδο επιχειρήσεων, που επίσης επιβάλλουν εκ βάθρων στρατηγικό και επιχειρησιακό μετασχηματισμό.
Οι επιχειρήσεις συνεπώς καλούνται, σε προοπτικές σημαντικά αυξανόμενων κοστολογικών πιέσεων, να προβούν άμεσα σε εξαιρετικά απαιτητικές επενδύσεις προς την παραπάνω ταχεία μετάβαση, και ενώ οι εφοδιαστικές αλυσίδες τελούν σε επιτεινόμενη προοπτική στασιμοπληθωρισμού οικονομιών και μέτρων περιορισμού της κατανάλωσης και επομένως εν μέσω δοκιμαζόμενων αγορών και εντεινόμενων γεωπολιτικών τριβών. Σίγουρα διαμορφώνεται ένα σύνθετο περιβάλλον προκλήσεων για ένα απαραίτητο πλέγμα στρατηγικών και ενεργειακών μετασχηματισμών, που είναι όμως απαραίτητοι για την πορεία στο μέλλον.
Η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν ανεπηρέαστες σε τέτοιες συνθήκες, επιδεικνύοντας όμως ιδιαίτερη αντοχή, παρά τα σημάδια της πολύχρονης «κόπωσης» που ήδη είχε αφήσει η αμιγώς ελληνική κρίση χρέους.
Μια από τις μεγάλες διάφορες μεταξύ των παραπάνω κρίσεων και του αρνητικού αντικτύπου που μπορούν να έχουν στην ελληνική οικονομία καθώς και στις επιχειρήσεις μας, είναι η συμμετρικότητα των τελευταίων (πανδημία, εφοδιαστική αλυσίδα, γεωπολιτική κρίση) σε σχέση με τη μοναδικότητα της ελληνικής κρίσης χρέους και της πρωτοφανούς ύφεσης. Οι συμμετρικές κρίσεις επέβαλαν γρήγορα αντανακλαστικά και πολιτικές που λειτούργησαν σαν ανάχωμα στις μακρόχρονες συνέπειες ενός φαύλου κύκλου. Ως εκ τούτου, η προσδοκία δεν μπορεί να μην είναι οριακά θετική, ακόμα και σε αυτό το περιβάλλον που φαντάζει πολύ ιδιαίτερο, δύσκολο και με ισορροπίες που μεταβάλλονται πολύ συχνά. Ο κυριότερος λόγος είναι η αίσθηση ότι σε σχετικά εύλογο διάστημα η αναταραχή θα δώσει τη θέση της στην εξομάλυνση ενώ μια πιθανή ειρηνευτική λύση στην Ουκρανία θα πλημμύριζε με αισιοδοξία τις αγορές και τις οικονομίες (πάνω από όλους και όλα, την ίδια την Ουκρανία και τους πολίτες της).
Η αβεβαιότητα και η περιπλοκότητα, συνθήκες που ανησυχούν ακόμα και τους ιδιαίτερα ψύχραιμους οικονομολόγους και επιχειρηματίες, δεν φαίνεται να επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό το ελληνικό οικοσύστημα σε σύγκριση με το παρελθόν. Η διαπίστωση αυτή είναι χαρακτηριστική της αντοχής και της προσαρμοστικότητας που έχουν αποκτήσει τόσο η ελληνική οικονομία όσο και οι επιχειρήσεις μετά από δέκα χρόνια αλλεπάλληλων τοπικών κρίσεων. Αυτή η εργαλειοθήκη είναι και η σημαντική παράμετρος που θα κρίνει τον χρόνο επαναφοράς μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες παγκοσμίως.
Εξάλλου, κάθε πρόκληση για πολλές επιχειρήσεις, παγκοσμίως και στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα στρατηγικά αποτελεί και μια μεγάλη ευκαιρία. Οι προκλήσεις είναι πολλές και σχετίζονται με φλέγοντα ζητήματα όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι κίνδυνοι που επιφέρει σε επιχειρησιακό και λειτουργικό επίπεδο, οι αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο και στις εργασιακές σχέσεις που επίσης επηρεάζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων, η διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της επιχειρησιακής συνέχειας, οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο και φυσικά οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την αποτελεσματικότητα του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αδιαμφισβήτητα ένα πολύ σημαντικό εργαλείο που μπορεί να προσφέρει στις επιχειρήσεις και στη χώρα την ευκαιρία να κατακτήσει μία σημαντική θέση στον περιφερειακό και παγκόσμιο επιχειρηματικό και οικονομικό χάρτη. Επιδεικνύοντας γρήγορα αντανακλαστικά και ευελιξία, πρέπει να προχωρήσει η αναβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών, η στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας μέσα από την πρόσβαση σε δανεισμό με επιτόκια αντάξια των ευρωπαϊκών, η επίτευξη μεγαλύτερων ποσοστών απορροφητικότητας των διαθέσιμων πόρων και φυσικά ο ψηφιακός μετασχηματισμός κρατικού μηχανισμού και επιχειρήσεων για να μπορέσουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Η Ελλάδα οφείλει να αποδείξει – και το κάνει – ότι είναι ένας φιλικός στις επενδύσεις προορισμός, μέσα από κινήσεις που σταθεροποιούν τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά και μέσα από απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Η επιτυχής μετάβαση σε μία πράσινη οικονομία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός καθώς και η γρήγορη προσαρμογή στις παγκόσμιες αλλαγές στην εργασία και στην παραγωγική διαδικασία είναι τα βασικότερα βήματα τα οποία θα μας οδηγήσουν σε έναν δρόμο επιχειρηματικής και οικονομικής άνθησης, κυρίως υπό την προοπτική της εκτόνωσης των γεωπολιτικών συγκρούσεων.
*CEO Deloitte Ελλάδος
**πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος»