Οι υποδομές μεταφορών και logistics, οι τηλεπικοινωνιακές και ψηφιακές υποδομές, καθώς και το ανθρώπινο δυναμικό, αποτελούν τα ισχυρά χαρτιά της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Στον αντίποδα, ως λιγότερο ελκυστικά στοιχεία αναδεικνύονται η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας (46%), η γεωπολιτική θέση της χώρας (47%), το εκπαιδευτικό σύστημα (48%) και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και σε διαθεσιμότητα κεφαλαίων (48%).
Σύμφωνα με την εικόνα που αποτυπώνει το ΕΥ European Investment Monitor της ΕΥ, αυτή η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού επιβεβαιώνεται στην πράξη: το 2021 ήταν η δεύτερη καλύτερη χρονιά ως προς τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ, ταυτόχρονα, συνεχίστηκε η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων.
Με βάση τους κλάδους της οικονομίας, στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται η αγροδιατροφή (20%), οι μεταφορές και τα logistics (20%) και οι υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής (17%). Πρόκειται για τρεις κλάδους, που συνδέονται με σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας: την ποιότητα των αγροτικών της προϊόντων, τη γεωγραφική της θέση και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της.
Συνολικά, το 2021 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 30 άμεσες ξένες επενδύσεις, που αποτελεί τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της χώρας από την έναρξη της έρευνας το 2000, μετά τον αριθμό ρεκόρ των 39 επενδύσεων το 2020. Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας διετίας αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 22 χρόνια.
Αύξηση και το 2022
Οι επενδυτές εκτιμούν ότι, για να βελτιώσει τη θέση της, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (40%), την υποστήριξη των κλάδων της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (37%), τη μείωση της φορολογίας (33%) και την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (27%).
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, παρά τις δύσκολες γεωπολιτικές συνθήκες, αυξήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, φτάνοντας στο 37%, από 34% πέρσι και 28% το 2020.
Την ίδια ώρα, 58% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνουν ότι η άποψη τους για την Ελλάδα ως ένα μέρος, όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί κατά τον τελευταίο χρόνο.
Το ποσοστό αυτό είναι οριακά μειωμένο έναντι του 2021 (62%), ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές (75%), εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, αλλά και συγκριτικά με το σύνολο της Ευρώπης (64%).
Στο μεταξύ, το 2021, εντάθηκε η στροφή προς επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία. Με βάση το είδος της δραστηριότητας όπου κατευθύνονται οι επενδύσεις, το 30% αφορά επενδύσεις σε κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων (headquarters), έναντι μόλις 4% μεταξύ 2000 και 2020 και 7% στο σύνολο της Ευρώπης το 2021. Στη δεύτερη και τρίτη θέση βρίσκονται αντίστοιχα οι βιομηχανικές δραστηριότητες (20%) και οι δραστηριότητες logistics (17%).
Περί ανθρώπινου δυναμικού
Σημαντική βελτίωση καταγράφεται ως προς τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας σχετικά με τις ακολουθούμενες πολιτικές για τη βελτίωση επιμέρους πτυχών της ελκυστικότητας της χώρας. Το εύρημα αυτό δείχνει να επιβεβαιώνει ότι οι επενδυτές αποδίδουν τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στην εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και όχι στη χρονική συγκυρία και τη λήξη της περιόδου αβεβαιότητας, που προκάλεσε η οικονομική κρίση.
Συγκεκριμένα, θετικά αξιολογούνται οι πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (81%), την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού (78%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (75%), την προσέλκυση κεφαλαίου (65%), την προσέλκυση κεντρικών γραφείων και κέντρων λήψης αποφάσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (55%).
*πρώτη δημοσίευση: www.sepe.gr