του Ορέστη Ομράν*
Η ενεργειακή κρίση των τελευταίων μηνών έχει καταστήσει θέμα συζήτησης διεθνώς τη δυνατότητα αντικατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μη ρωσικής προέλευσης. To LNG προέρχεται από υπερψύξη του φυσικού αερίου στους -260 βαθμούς Fahrenheit που το μετατρέπει σε καθαρό, άχρωμο μη τοξικό υγρό με 600 φορές μικρότερο όγκο από αυτόν του φυσικού αερίου.
Στα πλεονεκτήματά του συγκαταλέγονται η εύκολη μεταφορά από τον τόπο παραγωγής και υγροποίησης οπουδήποτε στον κόσμο μέσω ειδικών τάνκερς και η μειωμένη κατά 40% και 30% εκπομπή διοξειδίου το άνθρακα σε σχέση με τον άνθρακα και το πετρέλαιο αντίστοιχα.
Η συζήτηση για το LNG, η οποία έχει ξεκινήσει και στη χώρα μας, πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τα παρακάτω διεθνή και εγχώρια δεδομένα:
1.Περιορισμένη διαθεσιμότητα διεθνώς. Σε μια ιστορική συγκυρία όπου ο δυτικός κόσμος κλήθηκε ξαφνικά να αποκλείσει τη Ρωσία από τις αγορές ενέργειας, οι παραγωγοί LNG δεν είναι έτοιμοι να καλύψουν άμεσα τη διεθνή ζήτηση. Στον έμμεσο ανταγωνισμό που έχει ήδη δημιουργηθεί, είναι ευνόητο πως προβάδισμα για την εξασφάλιση των απαιτούμενων φορτίων θα αποκτήσουν οι ισχυρότερες οικονομίες. Ενδεικτικά, η Γερμανία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις τόσο με τη Shell, όσο και με την Κυβέρνηση του Κατάρ (το μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG παγκοσμίως) για να καλύψει σε βάθος ενός έτους τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν από τη μείωση ή και τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου. Στη χώρα μας η εξασφάλιση των 46 επιπρόσθετων φορτίων που απαιτούνται σε περίπτωση πλήρους διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου είναι εν τοις πράγμασι δύσκολη άσκηση ενώ αξίζει να σημειωθεί πως από τα αυξημένα σε σχέση φορτία LNG που φτάνουν στη Ρεβυθούσα, ένα σημαντικό μέρος προορίζεται για γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Είναι εύλογο πως η αυξημένη ζήτηση σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά συνεπάγονται αυξημένες τιμές με τις αντίστοιχες συνέπειες σε μακροοικονομικό επίπεδο για τις προμηθευόμενες χώρες.
2. Ανάγκη νέων υποδομών. Η υγροποίηση και μεταφορά του LNG κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Η αυξημένη ζήτηση συνεπάγεται την ανάγκη κατασκευής νέων τερματικών σταθμών υγροποίησης και νέων τάνκερς μεταφοράς αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς πρωτοστατούν στα έργα αυτά, τη στιγμή που η Γερμανία διέθεσε 3 δις για να ενοικιάσει πλωτές πλατφόρμες υγροποίησης και η Κίνα κατασκευάζει παράλληλα δέκα τερματικούς σταθμούς που θα λειτουργήσουν το επόμενο έτος. Στη χώρα μας η μονάδα FSRU της Αλεξανδρούπολης θα είναι λειτουργική στα μέσα 2023 ενώ ορθώς έχει ξεκινήσει η κουβέντα για την κατασκευή τουλάχιστον δύο ακόμα τερματικών σταθμών.
Η κρίση φυσικού αερίου είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, αντίστοιχο ίσως μόνο με την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70, και το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μία εναλλακτική.
Το LNG ορθώς συγκαταλέγεται σε μία εκ των αποτελεσματικότερων, ωστόσο η χάραξη εθνικής ενεργειακής στρατηγικής θα πρέπει να περιλαμβάνει πολλαπλές δυναμικές εναλλακτικές, όπως η ενίσχυση της αποθήκευσης εντός των συνόρων, τα έργα υδρογόνου, η ορθολογική και όλως προσωρινή ενίσχυση της παραγωγής από λιγνίτη, οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο, πάντοτε σε συνδυασμό με αποτελεσματικά μέτρα ενίσχυσης του πληθυσμού και δη των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων στο μεσοδιάστημα.
*δικηγόρος, ειδικός σε ενεργειακά Θέματα
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr