του Παναγιώτη Καπόπουλου*
Η αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά μισή ποσοστιαία μονάδα – η πρώτη της αύξηση εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία – σηματοδοτεί μια κίνηση απομάκρυνσης από την πολιτική άσκησης μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής. Η ευρωζώνη έχει ήδη πληγεί από την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την επιβράδυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Σε αυτό το σκηνικό, η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία και η αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων σχετικά με την ένταση της ροής του φυσικού αερίου τον επόμενο χειμώνα δημιουργούν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, εντός του οποίου η ΕΚΤ οφείλει να κινηθεί.
Η κίνηση της ΕΚΤ υπαγορεύθηκε αφενός από την ανάγκη συμπίεσης των πληθωριστικών προσδοκιών στην ευρωζώνη και αφετέρου από την ανάγκη στήριξης της ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος καθώς υποτιμήθηκε έναντι του αμερικανικού δολαρίου και είναι υπό διαπραγμάτευση τις τελευταίες μέρες κοντά στην απόλυτη ισοτιμία 1/1. Η ισχυροποίηση του αμερικανικού νομίσματος αντικατοπτρίζει ουσιαστικά τις λιγότερο αρνητικές οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ έναντι της ευρωζώνης, αφού η δεύτερη είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, αλλά και την ταχύτερη άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ σε σχέση με την Ευρώπη. Το αδύναμο ευρώ αναμένεται να αυξήσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό, εγείροντας ανησυχίες στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που αντιμετωπίζουν ήδη υψηλό πληθωρισμό κόστους, εξαιτίας των υψηλότερων τιμών ενέργειας.
Στο υπό διαμόρφωση περιβάλλον, η ΕΚΤ έχει να επιλύσει μια δύσκολη εξίσωση. Πρώτον, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι κυρίως πληθωρισμός κόστους παρά πληθωρισμός ζήτησης, γεγονός που αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα μιας συσταλτικής νομισματικής πολιτικής. Δεύτερον, η εύρεση ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας τιμών και χρηματοπιστωτικής ευστάθειας δεν είναι ευχερής. Όσο η νομισματική πολιτική ήταν διασταλτική, οι δύο στόχοι δεν ήταν αντικρουόμενοι.
Όταν, όμως, τα επιτόκια παρέμβασης αυξάνονται και οι αγορές χρεογράφων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σταματούν με σκοπό να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, αυξάνεται ο κίνδυνος κατακερματισμού των όρων αναχρηματοδότησης των κρατών, με αποτέλεσμα να συμπιέζεται η ρευστότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι η ΕΚΤ εισάγει παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων το μέσο για την προστασία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument – TPI), ώστε να προστατευθούν από ένα καθεστώς πίεσης, πρωτίστως, οι χώρες με σχετικά χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση. Αποτελεί μια προσθήκη στην εργαλειοθήκη της ΕΚΤ που δύναται να ενεργοποιηθεί για να αντισταθμίσει ανεπιθύμητες και αδικαιολόγητες – με βάση τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των χωρών – αυξήσεις στο κόστος δανεισμού τους, εξασφαλίζοντας την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
*Chief Economist, Alpha Bank
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr