Είναι περισσότερο από ένας χρόνος που οι επικεφαλής των ισχυρών κεντρικών τραπεζών και γενικότερα οι «αρχιτέκτονες» της οικονομικής πολιτικής στη Δύση μοιάζουν να τα έχουν λίγο χαμένα.
Το βέβαιο είναι ότι απέτυχαν να προβλέψουν την έξαρση του πληθωρισμού (ιδίως στην Ευρώπη) παρά τις προειδοποιήσεις που είχαν από ιθύνοντες του ιδιωτικού τομέα, που επέμεναν ότι η αύξηση των τιμών δεν είναι «προσωρινή».
Όταν με μεγάλη καθυστέρηση οι κεντρικές τράπεζες ανέλαβαν δράση με τρόπο παραδοσιακό, υποστηρίζοντας ότι η ύφεση μπορεί να αποφευχθεί παρά τις αυξήσεις επιτοκίων, προειδοποιήσαμε, ήδη από τον Μάιο, ότι ιδίως στην Ευρώπη τα αίτια της αύξησης τιμών δεν οφείλονται σε υπερθέρμανση της ζήτησης, αλλά στη μείωση της προσφοράς (ασφαλώς με επίκεντρο την ενέργεια) και ότι η παραδοσιακή προσέγγιση ενδέχεται να αποδειχτεί «το φάρμακο που θα σκοτώσει τις οικονομίες».
Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν έτοιμες λύσεις για να αντιμετωπιστεί η σημερινή συγκυρία. Σίγουρα οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν περίπλοκα, συχνά πρωτοφανή προβλήματα. Ωστόσο 4-5 μήνες μετά από αυτή την προειδοποίησή μας, φαίνεται ότι η κατάσταση όχι απλώς δεν είναι καλύτερη, είναι αισθητά χειρότερη.
Σήματα κινδύνου πριν ακόμη μπει ο σκληρός χειμώνας
Οι οικονομικοί δείκτες πιέζονται με μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ταχύτητα, ενώ ο πληθωρισμός (και πάλι με επίκεντρο την Ευρώπη) συνεχίζει να καλπάζει. Την ίδια ώρα, μετά και την εντελώς ατυχή έμπνευση της νέας βρετανικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην εξαγγελία ενός «μυθικού» και ανορθόδοξου οικονομικού προγράμματος, στο προσκήνιο έχουν έρθει φόβοι για τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, ανάλογοι με την περίοδο της μεγάλης κρίσης του 2007-2009, όπως εύστοχα επισημαίνει και το Bloomberg.
Κι ακόμη δεν έχει μπει ο χειμώνας, που αναμένεται ότι θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στον ενεργειακό τομέα, εκμηδενίζοντας τις ελπίδες για υποχώρηση του πληθωρισμού το αμέσως επόμενο διάστημα. Αν κρίνουμε μάλιστα από τις τελευταίες μεσοπρόθεσμες μετεωρολογικές προβλέψεις, που δημοσίευσαν οι Financial Times, ο χειμώνας θα είναι μάλλον πιο κρύος από το σύνηθες, με λιγότερο αέρα και βροχές, επιβαρύνοντας την κατάσταση.
Το ερώτημα τώρα είναι αν ο επόμενος κύκλος αυξήσεων επιτοκίων που ήδη προεξοφλείται, θα φέρει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, αν δηλαδή πλησιάζουμε ταχύτατα στο επίπεδο του «overdose» που μπορεί να οδηγήσει σε νέες εκδηλώσεις κρίσης.
Το πραγματικό επίπεδο των επιτοκίων παραμένει ακόμη χαμηλό, σε σχέση με άλλες περιόδους του 20ού αιώνα. Εκ πρώτης όψεως αυτό ηχεί καθησυχαστικά. Όμως, πρόκειται για απλουστευτική προσέγγιση, που δεν λογαριάζει το γεγονός ότι τα επίπεδα δανεισμού, είτε πρόκειται για κράτη είτε για επιχειρήσεις και ιδιώτες, είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με εκείνες τις περιόδους. Το οποίο σημαίνει ότι το «σημείο καμπής» για πολλούς δανεισμένους του σήμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο επιτοκίων. Εξίσου ανησυχητικό και το γεγονός ότι μετοχές, ομόλογα, ακόμη και τα κρυπτονομίσματα, κινούνται εδώ και μήνες στον ίδιο πτωτικό ρυθμό. Που σημαίνει ότι η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου δεν προφυλάσσει από τα πτωτικά σοκ και ότι η ρευστότητα μειώνεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Επανερχόμενοι στους φόβους για τον χρηματοοικονομικό τομέα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλές μεγάλες διεθνείς τράπεζες, μετά των πτώση των τιμών στις μετοχές τους, έχουν φτάσει να διαπραγματεύονται στο 1/3 ή ακόμη και στο 25% της λογιστικής αξίας τους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την Credit Suisse και την Deutsche Bank. Στην περίπτωση μάλιστα της πρώτης, ο CΕΟ υποχρεώθηκε την Παρασκευή -για δεύτερη φορά σε διάστημα επτά ημερών- να διασκεδάσει τους φόβους επενδυτών και εργαζομένων.
Δημιουργείται λοιπόν η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που δεν μοιάζει με πληθωριστικές περιόδους του παρελθόντος, ούτε με την πετρελαϊκή κρίση της μακρινής δεκαετίας του 1970, και ότι οι σημερινές ηγεσίες προς το παρόν φαίνονται αδύναμες να κατανοήσουν τα πολυσύνθετα φαινόμενα -και πολύ περισσότερο, να τα αντιμετωπίσουν, χωρίς απρόβλεπτες και ενδεχομένως εξαιρετικά επικίνδυνες συνέπειες.
Η «εύθραυστη» κατάσταση στην ελληνική οικονομία
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικόνα της ελληνικής οικονομίας για το τρέχον έτος είναι καλύτερη από αυτή των περισσότερων χωρών της Ευρώπης, κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις που κατέγραψε ο τουρισμός. Ωστόσο, το 2023 ενδέχεται να αποδειχτεί πολύ πιο δύσκολο για την Ελλάδα.
Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων έχουν ήδη πάρει την άγουσα, παρότι αυτή τη στιγμή διαθέτουν εξασφαλισμένο αγοραστή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα περιβόητα κόκκινα δάνεια μπορεί να έχουν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει τους τραπεζικούς ισολογισμούς, δεν έχουν πάψει όμως να υπάρχουν. Το μέγεθός τους, σε σύγκριση με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, παραμένει στα ύψη, ενώ η πίεση σε επιχειρήσεις και εισοδήματα μπορεί να δημιουργήσει νέες επισφάλειες.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η επιμονή των Βορείων της Ευρώπης (και ιδιαίτερα των Γερμανών) στην καταπολέμηση του ραγδαία αυξανόμενου πληθωρισμού έχει σχεδόν τη μορφή θρησκοληψίας. Ήδη πέρα από τις αυξήσεις επιτοκίων, αυξάνονται και οι πιέσεις για «σφίξιμο» του ισολογισμού της ΕΚΤ, που ξεχείλωσε τα προηγούμενα χρόνια με το γνωστό QE. Κι αυτό μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στον τομέα των κρατικών ομολόγων των πιο αδύναμων κρατών -και ιδιαίτερα της χώρας μας.
Πίσω από τη γωνία καιροφυλακτεί όμως και ο πολιτικός κίνδυνος, ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών. Όχι μόνον εάν προκύψουν δυσκολίες στον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά κι αν διαπιστωθεί μετεκλογικά ότι τα οικονομικά δεδομένα απαιτούν ραγδαία ανατροπή των πολιτικών στήριξης που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι διαμαρτυρίες στους δρόμους, για την αύξηση του κόστους ζωής και την ενεργειακή λαίλαπα, έχουν ήδη ξεκινήσει, κι εύκολα μπορούν να πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Ιδίως στην ελληνική κοινωνία, που έχει ήδη δοκιμαστεί όχι μόνο από την πανδημία αλλά και από την πολυετή οικονομική κρίση των «μνημονίων».
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr