του Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2022 η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσέφερε μία μεγάλη υπηρεσία σε όσους ασχολούνται με την οικονομική θεωρία και προσπαθούν με βάση αυτήν να εξηγήσουν τα φαινόμενα τόσο της καθημερινής ζωής, όσο επίσης και της μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης. Την ημέρα αυτή, όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εισήγαγε τον “μικρό προϋπολογισμό” (mini budget), με τον οποίον πίστευε ότι θα δημιουργούσε μία σημαντική ώθηση στο ρυθμό ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κυβερνητικής πρωτοβουλίας ήταν η δραστική μείωση της φορολογίας για τα υψηλά εισοδήματα, η οποία υπολογίστηκε ότι θα περιόριζε τις εισπράξεις του βρετανικού δημοσίου κατά 45 δισεκατομμύρια στερλίνες.
Μία πρωτοβουλία ιδεολογικής συνέπειας
Η πρωτοβουλία αυτή της βρετανικής κυβέρνησης είχε ένα χαρακτηριστικό: ήταν, ίσως, η πιο προωθημένη ενέργεια εφαρμογής κάποιων απόψεων που κυκλοφορούν και υποστηρίζονται ευρέως τόσο στους κύκλους της θεωρητικής οικονομικής όσο και στους κύκλους της πολιτικής ιδεολογίας και θεωρούν πως ο μόνος και αποκλειστικός προωθητικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία και όσο λιγότερη κρατική ρυθμιστική παρέμβαση και φορολογική επιβάρυνση υπάρχει για αυτήν τόσο πιο δυνατές θα είναι οι αναπτυξιακές ροπές της.
Ήταν, λοιπόν, μία ιδιαίτερα προωθημένη και ριζοσπαστική πολιτική ενέργεια γιατί στο παρελθόν καμμία, ομοταγής ιδεολογικά με τους σημερινούς Συντηρητικούς της γηραιάς Αλβιώνος, κυβέρνηση, ούτε εκείνη της Margaret Thatcher στην ίδια χώρα, ούτε εκείνη του Ronald Reagan στις ΗΠΑ, δεν είχαν προχωρήσει, τόσο σύντομα και τόσο αποφασιστικά στην εφαρμογή τόσο δραστικών μέτρων προς την κατεύθυνση της “φιλελευθεροποίησης”. Και μάλιστα σε συνθήκες “σύγχυσης” για τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, όπου κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα αν αυτές είναι ο πληθωρισμός, οι επιπτώσεις της πανδημίας, οι επιπτώσεις από την αντιστροφή της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης ή οι επιπτώσεις από τον πόλεμο της Ουκρανίας. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η κυβέρνηση της Liz Truss έδειξε μία απόλυτη συνέπεια ανάμεσα στην ιδεολογία και στην κυβερνητική πράξη της και έκανε, με τον πιό αποφασιστικό τρόπο, κυβερνητική πολιτική αυτά που πρεσβεύει η ριζοσπαστική “φιλελεύθερη” οικονομική και πολιτική θεωρία εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται, φυσικά, για τις απόψεις που ακούγονται ευρέως και στο δυτικό κόσμο αλλά και στη χώρα μας οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στο απόφθεγμα “όσο λιγότερο κράτος τόσο περισσότερη ανάπτυξη” .
Σε λίγες ημέρες, όμως, δεν υπήρχε τίποτα!
Εν τούτοις όλοι γνωρίζουμε ποια ήταν η κατάληξη, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, της επιβολής αυτής της ριζοσπαστικής “φιλελεύθερης” πολιτικής. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες μόνο μέρες, ή ακόμη και ώρες, για να δούμε όλους τους δείκτες της βρετανικής οικονομίας να επιδεινώνονται ραγδαία, αντί να βελτιώνονται όπως πίστευαν ότι θα συμβεί οι πολιτικοί πρωτεργάτες της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. Οι οποίοι, μάλιστα, με την ίδια ταχύτητα είδαν, μέσα σε λίγες μέρες, αν όχι και ώρες, και το ίδιο το πολιτικό τους κεφάλαιο και την πολιτική τους επιρροή να εξανεμίζονται. Σήμερα τα μέτρα αυτά έχουν ήδη ακυρωθεί από τους ίδιους εκείνους που τα επέβαλαν και μάλιστα με ένα καταπληκτικό τρόπο, αφού κάποιοι εξ αυτών, σπεύδουν σχεδόν να τα καταγγείλουν!
Το μάθημα που μπορεί να δώσει το πρόσφατο παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας είναι ιδιαίτερα διδακτικό για τους θεράποντες της οικονομικής θεωρίας που διαμόρφωσαν τις απόψεις τους, στις αγγλοσαξονικές -κυρίως- χώρες, στη διάρκεια της περιόδου 1975-2008. Εκεί έμαθαν να ομνύουν, συχνά με τον ζήλο ενός Ιησουίτη μοναχού της εποχής της Αντιμεταρρύθμισης, σε θεωρίες όπως αυτή του “ρικαρδιανού ισοδύναμου” (Ricardian equivalence) και των “ορθολογικών προσδοκιών”, (rational expectations). Οι οποίες υποτίθεται ότι υπέτειναν και τεκμηρίωναν την πίστη στις “φιλελεύθερες” πολιτικές απόψεις και στο αξίωμα πως η αύξηση της δημόσιας δαπάνης δεν φέρνει, ποτέ, οικονομική ανάπτυξη, και μακροχρόνια είναι δυσμενής. (Κάτι που πράγματι μπορεί να ισχύει, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και για τελείως διαφορετικούς λόγους από ό,τι υποστηρίζει η μεταμφιεσμένη σε “επιστήμη”, πολιτική αυτή ιδεολογία). Τα πρόσφατα γεγονότα της Μεγάλης Βρετανίας, όμως, έδειξαν, για πολλοστή φορά, ότι η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και δυναμική από ό,τι πρεσβεύουν οι απλές δογματικές απόψεις και η ιδεολογική τύφλωση. Στην παρούσα περίπτωση τόσο το “ρικαρδιανό ισοδύναμο”, όσο και οι “ορθολογικές προσδοκίες” λειτούργησαν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο από αυτόν με τον οποίον οι “ριζοσπάστες” “φιλελεύθεροι” οικονομολόγοι μας είχαν διδάξει πως θα λειτουργούσαν.
Τα οικονομούντα υποκείμενα της βρετανικής οικονομίας, μόλις πληροφορήθηκαν ότι οι φόροι που θα κληθούν να καταβάλλουν στο μέλλον θα είναι πολύ χαμηλότεροι από ότι ήταν μέχρι τώρα, αντί να επιδοθούν μανιωδώς σε νέες δραστηριότητες και επενδύσεις για να αυξήσουν τον πλούτο τους (!), τελείως ορθολογικά σκεπτόμενα, αντελήφθησαν ότι αυτό θα έχει σαν πιό πιθανό αποτέλεσμα την δημοσιονομική κατάρρευση και χρεοκοπία του βρετανικού δημοσίου πράγμα το οποίο θα επιφέρει πολλαπλές δυσμενείς επιπτώσεις στον συνολικό τους πλούτο και στην περιουσιακή τους κατάσταση. Έτσι, αντί οι μεταρρυθμίσεις του “μικρού προϋπολογισμού” της 23ης Σεπτεμβρίου να κινητοποιήσουν μία δυναμική αναπτυξιακής έκρηξης, όπως θα περίμεναν όσοι ζηλωτές με ανυπόκριτη πίστη ακολουθούσαν τις κρατούσες οικονομικές δοξασίες της περιόδου μετά το 1975, στην πραγματικότητα κινητοποίησαν μία διαδικασία ταχείας κατάρρευσης της βρετανικής οικονομίας. Αυτό είναι κάτι που κανείς από τους μεγάλους θεωρητικούς της -ψευδώνυμα- “φιλελεύθερης” θεωρητικής οικονομικής δεν το είχε προβλέψει. Διότι η ζωή είναι πολύ σύνθετη και δεν υπακούει σε ιδεολογικές εμμονές και σε ανελαστικούς δογματισμούς. Η εμπειρία από το 2008 μέχρι σήμερα μας το δείχνει αυτό με έναν πολύ απτό και παραστατικό τρόπο έτσι ώστε κανένας πλέον δεν μπορεί να πει ότι δεν γνώριζε.
Στη ζωή δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις
Οι βρετανοί Συντηρητικοί, χαρακτηριστική περίπτωση ιδεοπληξίας και δογματικού φανατισμού, πίστεψαν κάποια στιγμή πως είχαν βρει έναν μαγικό τρόπο για να απογειώσουν και πάλι την δυναμική της βρετανικής οικονομίας και να ξανακάνουν την Μεγάλη Βρετανία ισχυρή. Ο τρόπος αυτός φυσικά ήταν το Brexit. Όταν όμως αποδείχτηκε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ως γνήσιοι φανατικοί που με κάθε διάψευση των δοξασιών τους οδηγούνται σε ακόμη μεγαλύτερη πίστη σε αυτές, και πάντα οιστρηλατημένοι από τον ίδιο ιδεολογικό ζήλο και την πείσμονα εμμονή στην ύπαρξη μίας “εύκολης λύσης”, προχώρησαν σε κάτι άλλο, που πίστευαν ότι αυτό, πλέον, θα λύσει όλα τα προβλήματα: στην σχεδόν πλήρη απελευθέρωση της οικονομίας και της κοινωνίας από τα δημοσιονομικά δεσμά. (Ή τουλάχιστον, στην απελευθέρωση του πιό δυναμικού και ενεργητικού τμήματος της κοινωνίας από την φορολογική “υποδούλωση”). Μόνο που το αποτέλεσμα, και πάλι, δεν ήταν αυτό που περίμεναν αλλά αυτό που είδαμε. Διότι στην ζωή δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, ούτε εύκολες επιλογές που μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα δια μαγείας.
Όπως δίδαξε, ακόμα και σε όσους δεν το καταλάβαιναν εκ προοιμίου, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πρακτική του και την πολιτεία του από το 2015 έως το 2019, το περισσότερο κράτος και η πολιτική βουλησιαρχία, (ειδικά όταν συνοδεύονται από την απόλυτη αγραμματοσύνη), δεν μπορούν να φέρουν τίποτα άλλο παρά μόνο την καταστροφή, στην οικονομία και στην κοινωνία. Όπως μας διδάσκουν τώρα η Liz Truss και το Συντηρητικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας, και η βουλησιαρχική πολιτική ιδεοληψία, επίσης, για όσο δυνατόν λιγότερο κράτος, πέραν κάθε λογικής και πέραν κάθε μέτρου, μόνο την ίδια καταστροφή μπορεί να επιφέρει και τίποτε άλλο.
Το «στενό μονοπάτι» της λογικής και του πραγματισμού
Όποιος θέλει να καταλάβει, έξω από ιδεολογικές δεσμεύσεις και πνευματικές αγκυλώσεις, αυτό που διδάσκει η πλούσια εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από το 2008 και μετά, είναι πως καμμία ακρότητα, ούτε “φιλελεύθερη”, ούτε “σοσιαλιστική”, δεν μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη και να εγγυηθεί την κοινωνική ευημερία. Η μόνη οικονομική πολιτική που μπορεί να είναι αποτελεσματική στην βραχυχρόνια συγκυρία είναι η σώφρων εκείνη οικονομική πολιτική που αντιλαμβάνεται ότι βραχυχρονίως είναι δυνατόν να κινηθεί μόνο σε ένα “στενό μονοπάτι” πραγματισμού και μετριοπάθειας. Η προσπάθεια να βγει η πολιτική από τα πλαίσια αυτού του στενού μονοπατιού είτε προς τα δεξιά προς τα αριστερά, στον χρονικό ορίζοντα ενός πολιτικού κύκλου, για λόγους δημαγωγίας ή ιδεολογικής παράκρουσης, μόνο καταστροφή μπορεί να επιφέρει.
Αντίθετα η λύση βρίσκεται στις μακροχρόνιες επιλογές δηλαδή στην μακροχρόνια προσπάθεια της κάθε χώρας να βελτιώσει το επίπεδο και την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου της και να βρει τον τρόπο να το αξιοποιεί παραγωγικά και αποδοτικά στο πλαίσιο μιας συμπεριληπτικής και δίκαιης κοινωνίας. Αυτό απαιτεί την ύπαρξη και την λειτουργία ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου κρατικού μηχανισμού που θα ευνοεί και θα πλαισιώνει την δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δεν θα την καταπνίγει, ούτε θα την απομυζά. Η λύση βρίσκεται πάντα κάπου στο κέντρο του ιδεολογικού φάσματος, στον πραγματισμό και στην σωφροσύνη. Βρίσκεται στην καθημερινή προσπάθεια που όμως έχει μακροχρόνια στόχευση και οραματικό προγραμματισμό. Κάτι που οι φανατικοί και των δύο άκρων το αγνοούν, γιατί ο φανατισμός οδηγεί πάντοτε στην πίστη σε εύκολες, μαγικές ή ακόμη και σε “τελικές” λύσεις.
*πρώτη δημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος