του Παναγιώτη Σωτήρη
Από το 2015 η χώρα έχει δει τέσσερις διαφορετικούς πρωθυπουργούς. Τους τελευταίους μήνες έχουν υπάρξει τέσσερις υπουργοί Οικονομικών και τρεις υπουργοί Εσωτερικών. Οικονομικά προγράμματα ανακοινώνονται με φανφάρα και στη συνέχεια διαπιστώνεται ότι μπορούν να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για μια τεράστια οικονομική κρίση.
Η κυβέρνηση θέλει λιγότερους φόρους αλλά περισσότερες δημόσιες δαπάνες, μικρότερη μετανάστευση αλλά περισσότερους μετανάστες, ανάπτυξη αλλά χωρίς να σκεφτεί τους μισθωτούς που ήδη έχουν προχωρήσει στο μεγαλύτερο απεργιακό κύμα μετά από δεκαετίες.
Την ίδια ώρα η πολιτική τάξη της χώρας δείχνει να αποτελείται από ανθρώπους που ασχολούνται περισσότερο με τις εσωκομματικές συνωμοσίες παρά με τη χάραξη πολιτικής.
Και με τη σειρά τους αυτές οι συνωμοσίες θυμίζουν περισσότερο επεισόδιο της σειράς Βlackadder παρά τραγωδία του Σαίξπηρ.
Όλα αυτά θα έμοιαζαν ίσως ταιριαστά σε μια περιφερειακή χώρα, χωρίς παραδόσεις κοινοβουλευτισμού ή θεσμική συνέχεια.
Όμως, συμβαίνουν σε μια χώρα που από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, είναι τμήμα του NATO, διαθέτει δική της πυρηνική αποτρεπτική δύναμη και περηφανεύεται ότι ήταν η πρωτοπόρος του κοινοβουλευτισμού στην Ευρώπη.
Σήμερα η Λιζ Τρας θεωρείται πολιτικά τελειωμένη ελάχιστο διάστημα μετά την εκλογή της και αφού προηγήθηκε η σύσσωμη υποτίθεται συσπείρωση για να απαλλαγούν από την πολιτική επισφάλεια που ονομάζεται Μπόρις Τζόνσον.
Όμως, αυτό απλώς δείχνει τη βαθιά κρίση του βρετανικού πολιτικού συστήματος.
Αρκεί να αναλογιστούμε, ότι μιλάμε για ένα πολιτικό σύστημα που προχώρησε σε ένα δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση τι σήμαινε, χωρίς σχέδιο, απλώς και μόνο γιατί φάνταζε μια καλή πολιτική διέξοδος.
Για ένα πολιτικό σύστημα που ειδικά στον χώρο των Συντηρητικών συχνά περιλαμβάνει ουκ ολίγες φαντασιώσεις αυτοκρατορικού μεγαλείου, χωρίς πραγματικό σχέδιο, και όπου τα αριστερά του αφιερώθηκε τεράστιος κόπος για να απαξιωθεί πολιτικά ο μόνος πολιτικός που ίσως και να μπορούσε να διαχειριστεί το Brexit χωρίς κοινωνικό κόστος, δηλαδή ο Τζέρεμι Κόρμπιν.
Μιλάμε για μια χώρα που παρότι υποτίθεται πρωτοπόρα στις αγορές κατάφερε να έχει πρακτικές στις αγορές κεφαλαίων της που με τη σειρά τους κατάφεραν να μετατρέψουν το πιο «σίγουρο» επενδυτικό εργαλείο, τα κρατικά ομόλογα, στον πυρήνα εξαιρετικά επικίνδυνων πρακτικών.
Μια χώρα που την ώρα που έχει να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο φάσμα από ανοιχτά και επείγοντα προβλήματα στο εσωτερικό της δεν έχει κανένα πρόβλημα να είναι η πιο επιθετική από τις δυτικές δυνάμεις στον τρόπο αντιμετώπισης του πολέμου στην Ουκρανία έως του σημείου του να υπονομεύει προσπάθειες για διπλωματική επίλυση.
Μια χώρα που αρνείται να συζητήσει τα πραγματικά της προβλήματα: οικονομικές και πολιτικές ελίτ βαθιά κυνικές και αποκομμένες από την πραγματική ζωή και κοινωνία. Τεράστιες ανισότητες που αποτυπώνονται ακόμη και στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα πλήρως εμπορευματοποιημένο. Και βέβαια το ανοιχτό ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει πλάι στη διαρκή κρίση της Βόρειας Ιρλανδία και την ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας.
Και μέσα σε όλα αυτά ένας μηχανισμός ανάδειξης πολιτικών στελεχών που ανταμείβει πρωτίστως τον κυνισμό, τη φιλοδοξία και τις διασυνδέσεις.
Ας μην νομίσει κανείς ότι αυτά αφορούν απλώς την άλλη πλευρά της Μάγχης. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με το ίδιο πρόβλημα της αποπτώχευσης του πολιτικού προσωπικού από οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί στρατηγική, πρόγραμμα, διορατικότητα, που παρατηρούμε σε όλη την Ευρώπη και συχνά έχει περιγραφεί ως «κρίση ηγεσίας».
Μια κρίση ηγεσίας που οδηγεί σε πολιτικούς ιδιαίτερα προσεκτικούς ως προς την «εικόνα τους», με πολύ μεγαλύτερη επίγνωση της σημασίας της επικοινωνίας, που δεν φοβούνται την έννοια της έντονης πολιτικής φιλοδοξίας, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν ουσιαστική παιδεία, δεν έχουν δοκιμαστεί σε πραγματικές θέσεις ευθύνης, αντιμετωπίζουν την ιδεολογία ως αισθητική και σύνθημα και δεν μπορούν να επεξεργαστούν πραγματικά οράματα, προγράμματα και στρατηγικά αφηγήματα.
Μια κρίση ηγεσίας που σε ομαλές περιόδους όταν λειτουργούν ομαλά οι «αυτόματοι πιλότοι» των αγορών και δεν υπάρχουν άμεσες και μεγάλες προκλήσεις συχνά δεν γίνεται αισθητή.
Όμως, σε στιγμή κρίσης, τότε που δεν επαρκεί ούτε ο αυτοματισμός των αγορών, ούτε η τεχνοκρατική προσέγγιση, ούτε καν η ισχνή θεσμική μνήμη κρατών που κάνουν διαρκώς outsourcing τον πυρήνα της λειτουργίας τους, αλλά απαιτείται όντως «να μπει η πολιτική στο τιμόνι», απλώς παίρνει τη μορφή πολιτικών αλληλουχιών που θα ήταν ταίριαζαν περισσότερο σε κωμωδίες καταστάσεων παρά στη διαχείριση της τύχης πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων.
Φθινόπωρο της Βρετανίας αλλά με έναν τρόπο φθινόπωρο και της ίδιας της πολιτικής…
*πρώτη δημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος