του Κωνσταντίνου Φίλη*
Στις ενδιάμεσες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό διακύβευμα. Το εσωτερικό επιδρά καίρια και στο εξωτερικό, διότι υπό τις παρούσες συνθήκες οι διαιρέσεις και ο διχασμός εντός της Αμερικής την καθιστούν προβληματική στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων. Και γίνεται δυσκολότερη η στοίχιση πίσω από αυτή, καθώς αποδυναμώνεται ο ηγετικός της ρόλος.
Κι αν αυτός αμφισβητείται από αντιπάλους αλλά και εταίρους, αν και οι ίδιοι οι Αμερικάνοι με τα τραγικά λάθη της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα τραυμάτισαν το προφίλ τους και δημιούργησαν ανασφάλεια ακόμη και σε συμμάχους, είναι αυτονόητο ότι η εμβάθυνση της εσωτερικής κρίσης, σε συνθήκες πόλωσης, θα επιφέρει παράλυση. Θα τεθεί σε αμφιβολία κατά πόσο η Ουάσινγκτον θα είναι σε θέση να διατηρήσει αρραγές το μέτωπο απέναντι στη Ρωσία, στο σοβαρό ενδεχόμενο οι Ρεπουμπλικάνοι να ελέγξουν τόσο τη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και τη Γερουσία, δεδομένου ότι έχουν σε μεγάλο βαθμό αλωθεί από τον Τραμπ και τον τραμπισμό, με αποτέλεσμα η αναζήτηση συμβιβασμού με τον Λευκό Οίκο να μη βρίσκεται στις προτεραιότητες τους.
Αμφιβολία στο εξωτερικό
Και αν στο εσωτερικό η κατάσταση μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2024 μπορεί να γίνει σχεδόν απελπιστική, καθότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον πρόεδρο Μπάιντεν να εφαρμόσει την νομοθετική του ατζέντα, στο εξωτερικό θα είναι διάχυτη η αμφιβολία για τη δυνατότητα ενός προέδρου με χαμηλή δημοτικότητα και έντονη αμφισβήτηση, ο οποίος κατά τα φαινόμενα θα έχει απέναντί του ένα εχθρικό Κογκρέσο, πως θα καταφέρει να διατηρήσει την ίδια γραμμή ακόμη και σε βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής, όπως στη σθεναρή στάση απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα απελευθερωθούν εντός της Δύσης, ειδικότερα δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμεις που έτσι κι αλλιώς προβληματίζονται από την άτεγκτη θέση απέναντι στη Ρωσία και προσδοκούν σε γρήγορη λύση, συνυπολογίζοντας τον πολιτικό αντίκτυπο των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Μία αδύναμη αμερικανική ηγεσία θα δυσκολευτεί να αναχαιτίσει ένα τέτοιο κύμα κλιμακούμενης αμφισβήτησης.
Και είναι ενδεικτικό της διαμορφούμενης κατάστασης ότι ακόμη και σκληροπυρηνικοί στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, που απέκλειαν οποιαδήποτε συζήτηση με τον Πούτιν, έχουν πλέον μαλακώσει και προτείνουν μία διαπραγμάτευση με το Ρώσο πρόεδρο, αρκεί αυτή να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Θα δούμε κατά πόσο αυτό είναι προεκλογικό τρικ ή το εννοούν.
Τα ελληνοτουρκικά
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, ενδεχόμενη απώλεια της προεδρίας Μενέντεζ στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας θα είναι μεν ένα σοβαρό πλήγμα, ωστόσο, θεωρώ ότι το ελληνοαμερικάνικο λόμπι έχει κάνει εξαιρετική δουλειά υποδομής και οι ενέργειες της Τουρκίας προβληματίζουν εξάλλου και τους Ρεπουμπλικάνους, όσο κι αν κάποιοι εξ’ αυτών φαντάζουν πιο διαλλακτικοί απέναντι στην Άγκυρα.
Βέβαια μπορεί η επικράτηση των τελευταίων να αποτελέσει και ένα πολύ καλό άλλοθι κυρίως για το State Department και δευτερευόντως για τον Λευκό Οίκο για να προωθήσουν αποφάσεις, όπως η εξαγορά και ο εκσυγχρονισμός των F-16 για την Τουρκία, χωρίς τους όρους που προέβλεπε η τροπολογία Μενέντεζ αλλά και άλλων βουλευτών.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για τους Aμερικανούς η σχέση τους με Ελλάδα και Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται μονοσήμαντα, ούτε επιδρά κάθε φορά η μία στην άλλη. Αυτή τη στιγμή οι δεσμοί Ουάσινγκτον-Αθήνας έχουν ενδυναμωθεί και βρίσκονται στο καλύτερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών.
Οι Aμερικάνοι, ιδίως μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, αναγνωρίζουν στην Ελλάδα τον ρόλο του σταθεροποιητή και εγγυητή της ασφαλείας της περιοχής. Σε αυτό έχουν συμβάλει τόσο οι συμπράξεις της Αθήνας με κράτη της ανατολικής Μεσογείου, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, η συνέπειά μας στην τήρηση των συμμαχικών μας υποχρεώσεων (ορισμένες φορές πάντως με αχρείαστα υπερβάλλοντα ζήλο) όσο και η ανασφάλεια σε κάποιους κύκλους της Ουάσινγκτον για την κλίση της Τουρκίας του Ερντογάν προς την Ανατολή.
Εύλογα μία μεγάλη δύναμη θέλει να έχει εναλλακτικές όταν παρατηρεί τη σταθερά αποκλίνουσα πορεία μίας πολύ σημαντικής χώρας για αυτή, εν προκειμένω της Τουρκίας, ενός «γεωπολιτικού μεντεσέ», κατά τη ρήση του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας υπερβαίνουν τα ελληνοτουρκικά
Από κει και πέρα όμως, τα ζητήματα που απασχολούν τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας είναι πολυδιάστατα και υπερβαίνουν τα ελληνοτουρκικά. Αρκεί μία καταγραφή: Ουκρανία, Συρία, Καύκασος, Κεντρική Ασία, Λιβύη, Βαλκάνια, τρομοκρατία, ενέργεια, S-400, σχέσεις με Ρωσία, Ιράν, Δύση-Ισλάμ, κοκ. Συνέπεια αυτών, η Αθήνα δεν μπορεί να επηρεάζει καταλυτικά και μάλιστα διαρκώς τις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Αντ’ αυτού πρέπει να εστιάσει την προσοχή της στην ανάδειξη και εμπέδωση ενός παρεμβατικού ρόλου (με έμφαση στη διευθέτηση διαφόρων/συγκρούσεων και στη βελτίωση των συνθηκών συνύπαρξης) στις περιφερειακές εξελίξεις, όχι μονίμως αντιπαραβολικά με την Τουρκία.
Υπό μία έννοια λοιπόν, η προβληματική συγκατοίκηση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, που μπορεί να τροποποιήσει μερικώς την αμερικανική πολιτική σε πιο ανεκτική απέναντι στην Τουρκία, έχει το θετικό της αφύπνισης της Ελλάδας ώστε να μην επενδύουμε μονοδιάστατα στη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μην περιμένει από αυτές την ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού αλλά και τη λύση στα προβλήματα μας. Για όλα αυτά υπεύθυνοι είμαστε εμείς και οι υπόλοιπες δυνάμεις συνεπικουρούν τις δικές μας επιλογές.
*Διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & Αναπληρωτής Καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος
**πρώτη δημοσίευση: Oικονομικός Ταχυδρόμος